Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Η ΕΧΘΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η αίσθηση ότι επικρατεί το Δίκαιο, η εξάλειψη της συγκριτικής φτώχειας, η καταπολέμηση της αλαζονείας και η ισότιμη αντιμετώπιση όλων, απέναντι στους κοινούς κανόνες συμβίωσης, είναι οι βασικότερες προϋποθέσεις δημιουργίας «κοινωνικών» συνειδήσεων

Κατηγορούμαστε από πληθώρα μέσων μαζικής ενημέρωσης του εξωτερικού, από τις κυβερνήσεις μας αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς μας σε σταθερή, σχεδόν μονότονη βάση, ότι «φοροδιαφεύγουμε συστηματικά» - κυρίως από «στρεβλή» ευχαρίστηση, θύματα και θύτες μαζί ενός ιδιόμορφου «αθλητικού ιδεώδους» της φυλής μας, στο οποίο διακρινόμαστε παγκοσμίως, για τις εξαιρετικές επιδόσεις μας. Με περιορισμένες ίσως εξαιρέσεις, ενδεχομένως χωρίς καμία αμφιβολία, οι κατηγορίες αυτές δεν είναι «άνευ αντικειμένου» - είναι σωστές δηλαδή, κρίνοντας από πολλές διαφορετικές διαπιστώσεις.

Πρόκειται όμως για μία «εγγενή ασθένεια» του λαού μας, η οποία δεν μπορεί να αιτιολογηθεί λογικά, ή ίσως οφείλεται σε άλλες, όχι και τόσο «ανεξήγητες» αιτίες; Μήπως είναι ένα «μέσον προστασίας», αναμφίβολα «μη συμβατικό», απέναντι σε δεδομένες, ανεξέλεγκτες συνθήκες, οι οποίες ουσιαστικά «αναγκάζουν», οδηγούν καλύτερα στην «παρανομία», χωρίς απαραίτητα να αντλούν ευχαρίστηση οι «παραβάτες» από τις «στρεβλές» συμπεριφορές τους; Μήπως οφείλεται σε μία γενικώς επικρατούσα «κριτική στάση» των Πολιτών απέναντι στο κράτος τους και στη δημόσια διοίκηση τους - πολλές φορές ακόμη και μηδενιστικά «απορριπτική», η οποία όμως δεν είναι «εξτρεμιστικά» παράλογη, όπως συνήθως παρουσιάζεται;

Δεν είναι αλήθεια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας (πολλών άλλων χωρών πλέον αφού, για παράδειγμα, στη Γερμανία 100.000 άτομα προσάγονται κάθε χρόνο στα Δικαστήρια, λόγω ιδιωτικής χρεοκοπίας - μέσο καθαρό ετήσιο εισόδημα ελευθέρων επαγγελματιών, με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις, 14.580 €, έναντι περίπου 12.000 € των Ελλήνων), υποχρεωμένο να επιβιώνει, χρόνια τώρα, στηριζόμενο στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις, χωρίς την παραμικρή «προστασία» από το κράτος του; Δεν φορολογείται έμμεσα ο Πολίτης, με χίλιους δυο τρόπους, όπως

(α) Από τα φροντιστήρια που πρέπει να στέλνει τα παιδιά του - επειδή το κράτος συνεχίζει να επιμένει στην εισαγωγή στα Πανεπιστήμια μέσω εξετάσεων (με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να οδηγούνται χιλιάδες παιδιά Ελλήνων σε χώρες του εξωτερικού, οι οποίες «εξαργυρώνουν» αδρά τις «συστημικές» αδυναμίες και τις «πολιτικές αγκυλώσεις» μας), ενώ κάποιοι καθηγητές των δημοσίων σχολείων δεν διδάσκουν σωστά, για να κάνουν ιδιωτικά «κατ’ οίκον» μαθήματα;

(β) Από κάποιους γιατρούς που πρέπει να πληρώνει, επειδή ουσιαστικά εξασκούν το επάγγελμα τους στα ιδιωτικά τους ιατρεία - ενώ μέσα από τον «επίσημο» χώρο εργασίας τους (νοσοκομεία, ΙΚΑ κλπ), προσελκύουν απλά και μόνο πελάτες;

(γ) Από πολλούς άλλους οι οποίοι, «προστατευμένοι» από μία «συντεχνιακή νομοθεσία» στα μέτρα τους, τον «απομυζούν» σε σταθερή βάση;

Δεν είναι «φόροι» τα υπερβολικά ποσά που πληρώνονται στους Δήμους, μεταξύ άλλων για την αποκομιδή των σκουπιδιών, όταν υπολογίζονται με το τετραγωνικό του ακινήτου και όχι με το μέγεθος του «κάδου», όπως παντού στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, ακόμη και όταν δεν είναι νοικιασμένο, όταν δεν έχει δηλαδή σκουπίδια, να πληρώνει το ίδιο ποσόν, σαν να είχε;

Δεν είναι «φόροι» οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές πλήθους «αγαθών» και «υπηρεσιών», ακόμη και προϊόντων βασικής διατροφής, επειδή ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σχεδόν σε κανέναν επιχειρηματικό κλάδο;

Μειώνονται ποτέ οι τιμές «χρέωσης», οι οποίες κάποια στιγμή αυξήθηκαν, έστω αιτιολογημένα; (για παράδειγμα, το ηλεκτρικό ρεύμα λόγω πετρελαίου, το οποίο όμως παρέμεινε ακριβό, παρά την πτώση που ακολούθησε;). Δεν συνιστούν και αυτές οι τιμές με τη σειρά τους «φόρους», αφού μειώνουν (άδικα) το εισόδημα μας;

Εάν όλοι αυτοί οι «φόροι», όπως και πολλοί άλλοι (θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες ακόμη, όπως τα νέα τέλη κυκλοφορίας, με το απίστευτο «περιβαλλοντικό» τέλος - που ευχόμαστε όμως να διατεθεί για το περιβάλλον), δεν καταλήγουν στα ταμεία του κράτους (κάποιοι καταλήγουν βέβαια, αλλά κακοδιαχειρίζονται - εάν δεν «μεταναστεύουν» στα ταμεία της διαφθοράς), σημαίνει μήπως ότι δεν μας επιβαρύνουν το ίδιο, χωρίς μάλιστα την παραμικρή «ανταποδοτικότητα»; Εάν τα προσθέσουμε όλα αυτά στο 21% περίπου του ΑΕΠ που πληρώνουμε για φόρους (ίδιο σχεδόν με τη Γερμανία, υψηλότερο από την Ιαπωνία), δεν θα «υπερσκελίσουμε» τις ρεαλιστικές «φοροδοτικές» ικανότητες του πληθυσμού μας; Πόσο μάλλον του έντιμου φορολογικά, εν μέσω παγκόσμιας, ευρωπαϊκής αλλά και αμιγώς Ελληνικής ύφεσης και κρίσης;

Περαιτέρω, εάν ο μέσος Πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα της «φοροαποφυγής» των πολυεθνικών (που «επιβάλλεται» ουσιαστικά από αυτές στα κράτη, με τη βοήθεια των πανίσχυρων «λόμπυ» τους), πρέπει να αντιμετωπίζει με απάθεια και με κατανόηση τις νομότυπες «υπεξαιρέσεις» τους; Εάν η «φορολογική βάση», το φορολογητέο δηλαδή εισόδημα που έχει στη διάθεση της η Πολιτεία, μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των πολυεθνικών, πρέπει ο Πολίτης να λειτουργεί «εξισορροπητικά», πληρώνοντας ο ίδιος τους φόρους που εκλείπουν; που έχουν «αφαιρέσει» δηλαδή οι πολυεθνικές από τα ταμεία του κράτους;

Δεν πρέπει να υπάρξει κάποτε «συναινετικός» διάλογος των κοινωνικών εταίρων, με τη στενή συνεργασία των κομμάτων, ο οποίος θα επιλύσει πραγματικά τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας, πριν ακόμη «αναζητηθεί» η «συνέπεια» και η «φορολογική συνείδηση»; Δεν πρέπει κάποτε να σταματήσει να «βάλλει» ο ένας εναντίον του άλλου – Πολίτες και Κράτος – σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικές, εχθρικά αντιμαχόμενες «φατρίες»; Αν και, κατά την άποψη μας, είναι πλέον πολύ αργά για τέτοιου είδους ερωτήματα, δεν πρέπει να πάψουμε να «εναποθέτουμε» όλες τις προσδοκίες μας στο κράτος, σταματώντας να είμαστε οι ίδιοι τα αναπόσπαστα μέρη εκείνου του «συστήματος εξουσίας» που κατηγορούμε, περιμένοντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση των ονείρων μας από το ίδιο;

Όμως, εάν οι φόροι που πληρώνουμε δεν μπορούν να αυξηθούν, παρά το ότι η οικονομική μας κατάσταση (υπερχρέωση, τεράστια ελλείμματα κλπ) το επιβάλλει, πως είναι δυνατόν να επιλυθούν τα προβλήματα μας; Τέλος, εάν η «άλλη λύση», η υγιής οικονομική ανάπτυξη δηλαδή, η οποία προϋποθέτει έναν «λειτουργικό» παραγωγικό μηχανισμό, δεν μπορεί να επιτευχθεί λόγω της σχεδόν πλήρους καταστροφής του, πως είναι δυνατόν να ξεφύγουμε από την υφιστάμενη «παγίδα ρευστότητας» και να αποφύγουμε τη χρεοκοπία;

Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ

Προσπαθώντας να καταλάβουμε, ανεξάρτητα από τα άλυτα προβλήματα που διαπιστώνουμε, γιατί η χώρα μας παρέμεινε, παρά το φυσικό πλούτο και τις μεγάλες δυνατότητες της, συγκριτικά στάσιμη και φτωχή, εντελώς ανίσχυρη και μάλλον «παραμελημένη», συνειδητοποιήσαμε ότι, το σημαντικότερο εμπόδιο στην πρόοδο της ήταν (και είναι), μία παράδοξη εχθρότητα των Ελλήνων απέναντι στο κράτος τους – κατ’ επέκταση, απέναντι στον εαυτό τους, αφού το κράτος είμαστε όλοι εμείς.

Η αιτία αυτής της εχθρότητας, η «πηγή» ουσιαστικά όλων των προβλημάτων και των δυσλειτουργιών της Ελλάδας, η οποία «καταδικάζει» τους Πολίτες της να αντιστέκονται σε κάθε είδους πρωτοβουλία, με στόχο την καλυτέρευση της χώρας τους (διαρθρωτικά μέτρα κλπ), έχουμε την άποψη ότι δεν είναι άλλη από μία απίστευτη «αλαζονεία της εξουσίας», η οποία δηλητηριάζει κυριολεκτικά ολόκληρο τον «κοινωνικό βίο».

Αναφερόμενοι στην έννοια της «εξουσίας», δεν περιοριζόμαστε μόνο στη θεσμική της «έκφραση», στους πολιτικούς δηλαδή, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες «μορφές» της: επιχειρηματίες, βιομήχανους, managers, δημοσιογράφους, εκδότες, τραπεζίτες, ανώτερους δημοσίους λειτουργούς, αθλητές, καθηγητές, ηθοποιούς, τηλεοπτικούς «αστέρες», τραγουδιστές και γενικά σε όλα τα, κατά κάποιον τρόπο, «προβεβλημένα» άτομα – ουσιαστικά στα «πρότυπα» της κοινωνίας μας.

Όλοι αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι, χαρακτηρίζονται δυστυχώς από μία υπερβολικά μεγάλη αλαζονεία, η οποία «διεγείρει» τις αντιδράσεις του υπολοίπου πληθυσμού, δημιουργώντας συναισθήματα «συγκριτικής φτώχειας» και αδικίας. Το αποτέλεσμα είναι «ο απλός Πολίτης» να τοποθετείται απόλυτα εχθρικά, απέναντι σε όλους και σε όλα, θεωρώντας τους πάσης φύσεως «προβεβλημένους αστέρες», τους διάφορους «αλαζόνες» δηλαδή, σαν τα επί μέρους «συστατικά» του κράτους: σαν το ίδιο το «μισητό» κράτος.

Εάν δεν επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, εάν δεν καταπολεμηθεί δηλαδή η «αλαζονεία της εξουσίας», η οποία δημιουργεί, αυτόματα, συμπλέγματα κατωτερότητας σε όλον τον υπόλοιπο πληθυσμό, δύσκολα θα αλλάξει κάτι στη χώρα μας – υποθέτουμε ότι δεν θα εφαρμοστεί κανένα διαρθρωτικό μέτρο, ακόμη και αν αντιμετωπίσουμε «κατά πρόσωπο» τη χρεοκοπία ή εάν «διοικηθούμε» από την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου.

Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Ειδικά σε σχέση με τη φορολογία, διαπιστώνουμε ότι ακόμη και κάποια προηγμένα κράτη (Γερμανία, Γαλλία κ.α.), τα οποία είχαν «ενσωματώσει» πολλά χρόνια πριν τη φορολογική στη λοιπή συνείδηση των Πολιτών τους (ο δικός μας χρόνος προσαρμογής πιθανολογούμε ότι «έληξε» περί το έτος 2000), ευρίσκονται ξανά αντιμέτωπα με το ίδιο πρόβλημα. Τα μέσα δε που αυτή τη φορά επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι εντελώς διαφορετικά: δεν είναι πλέον «εκπαιδευτικά» και ανασταλτικά, αντίστοιχα με του παρελθόντος, αλλά δυστυχώς «καταναγκαστικά» και κατασταλτικά.

Αναλύοντας το γεγονός, θεωρούμε ότι η δημιουργία συνείδησης γενικότερα, δεν απαιτεί απλά και μόνο θεωρητικές αναφορές σε θέματα που θα επιθυμούσαμε να αντιμετωπίζονται συνειδησιακά από αυτούς που εκπαιδεύουμε - είτε αυτοί είναι τα παιδιά μας, είτε το σύνολο των Πολιτών μίας κοινωνίας. Αυτό που πραγματικά απαιτείται, είναι η έμπρακτη τήρηση των συγκεκριμένων κανόνων, εν πρώτοις από τους διδάσκοντες και στη συνέχεια από τα κάθε είδους προβεβλημένα πρότυπα του στενού περιβάλλοντος μας και της κοινωνίας γενικότερα.

Ειδικά όσον αφορά τη φορολογική συνείδηση και ανεξάρτητα από την εκάστοτε φορολογική νομοθεσία που «επιλέγεται» ή επικρατεί, η βασικότερη προϋπόθεση μίας «εκπαιδευτικής» δημιουργίας της, είναι αναμφίβολα η ορθολογική και απολύτως διάφανη κατανομή των εξ αυτής προερχομένων εσόδων από το Κράτος – η χρηστή διαχείριση δηλαδή.

Όταν οι πολίτες εμπιστευθούν το κράτος τους, αναφορικά τουλάχιστον με τη διαχείριση των φόρων που εισπράττει από αυτούς, έχουν ήδη τοποθετηθεί οι βάσεις της φορολογικής συνείδησης. Όταν δηλαδή είναι απολύτως βέβαιοι ότι τα χρήματα τους, αυτά που με τόσο κόπο και θυσίες κερδίζουν μόνοι τους και χωρίς τη βοήθεια του Κράτους, επιστρέφουν ξανά σε αυτούς με τη δημιουργία σχολείων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων, γηροκομείων, δρόμων, αεροδρομίων κλπ, τα οποία διευκολύνουν τη ποιότητα της επαγγελματικής και λοιπής ζωής τους, η δημιουργία φορολογικής συνείδησης είναι σχεδόν δεδομένη.

Όταν τώρα υπάρξει φορολογική συνείδηση, η Πολιτεία δεν έχει ανάγκη από το μεγαλύτερο μέρος των αντίστοιχων ελεγκτών της, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος λειτουργίας του εξαιρετικά κοστοβόρου και ουσιαστικά «αντιπαραγωγικού» φοροεισπρακτικού μηχανισμού της.

Περαιτέρω, κατά την άποψη μας, η ποιότητα της Δημοκρατίας και η Ελευθερία που χαρακτηρίζει μία κοινωνία, είναι αντιστρόφως ανάλογες των αστυνομικών και λοιπών καταναγκαστικών μέτρων που επιβάλλει η Εξουσία, με στόχο το, κατά την άποψη της, «κοινό όφελος». Όταν επομένως διαπιστώνουμε την αύξηση των μέτρων αναγκαστικής επιβολής των κοινωνικών κανόνων, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία ειδικών «κατασταλτικών σωμάτων», μειώνεται (παύει να εξελίσσεται, οπισθοδρομεί) τόσο η Δημοκρατία, όσο και η Ελευθερία.

Δυστυχώς, παρατηρείται ότι τέτοιου είδους ενέργειες προέρχονται κυρίως από την, ανεπαρκή φυσικά, πολιτική εξουσία εκείνων των κρατών (ή διακρατικών ενώσεων), τα οποία έχουν χάσει το δρόμο τους, διαχωρίζοντας τη θέση τους από τους Πολίτες τους. Αυτά τα κράτη μεταβιβάζουν τις υπευθυνότητες τους και ενοχοποιούν τους Πολίτες τους για την κακή λειτουργία των συστημάτων τους - κατ’ αναλογία με τους γονείς, οι οποίοι ενοχοποιούν τα παιδιά τους και όχι τον εαυτό τους, όταν αυτά «παραστρατούν» καθ’ οποιονδήποτε τρόπο.

Δεν καταλαβαίνουν ότι οι κοινωνίες τους έχουν απόλυτη συναίσθηση των εκάστοτε πεπραγμένων τους και δυσανασχετούν, βλέποντας την κατασπατάληση των δικών τους πόρων. Προϊόν αυτής της δυσανασχέτησης τους είναι η αντίδραση απέναντι στους πάσης φύσεως κοινούς κανόνες και η αυξανόμενη διαγραφή υφισταμένων συνειδησιακών λειτουργιών, όπως αυτή της φορολογικής συνείδησης.

ΥΓ: Η «μηδενική άμεση φορολόγηση», με την απ’ ευθείας ενίσχυση των αδύναμων εισοδηματικών τάξεων από το κράτος θα ήταν, κατά την άποψη μας, ιδιαίτερα «ανταγωνιστική» απέναντι σε άλλα κράτη και «κοινωνικά» πιο σωστή - προϋποθέτει όμως διάφορα προπαρασκευαστικά στάδια (μεταξύ άλλων, αύξηση των έμμεσων φόρων) και φυσικά δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη.

Με τη φράση «μηδενική άμεση φορολόγηση», εννοούμε ουσιαστικά την πλήρη κατάργηση όλων εκείνων των φόρων, οι οποίοι δεν διαπιστώνονται αυτόματα και δεν «εκπίπτουν» στην «πηγή», αλλά είναι το αποτέλεσμα πολύπλοκων «ατομικών δηλώσεων» και κοστοβόρων κρατικών ελέγχων. Αυτές οι λειτουργίες συμβάλλουν στην διαφθορά και ενισχύουν την «κοινωνική εγκληματικότητα» (φοροδιαφυγή κλπ), ενώ δημιουργούν «εξ ορισμού» μεγάλες ανισότητες (όπως, για παράδειγμα, τη συνεχώς μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση της εξαρτημένης εργασίας, σε σχέση με την ανεξάρτητη – αντίθετα, τη μεγαλύτερη «ελεγκτική» επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών), οι οποίες θα ήταν ιδανικό να εξαλειφθούν.


Βασίλης Βιλιάρδος
ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ: Οι καινούργιοι εχθροί των κρατών, οι αντιδραστικές κοινωνίες που αναπτύσσονται ραγδαία, καθώς επίσης οι πολιτικές ηγεσίες, πιθανόν «παραγνωρίζουν» τη σημασία των συνεχώς υψηλότερων χρεών, τα οποία απειλούν «ευθέως ανάλογα» την εμπιστοσύνη των πολιτών στις χώρες τους

«Πόσα χρήματα μένουν τελικά στο πορτοφόλι μας;», αναρωτιούνται όλο και πιο συχνά οι Πολίτες. «Οι Γερμανοί φορολογούμενοι πληρώνουν όλο και υψηλότερα ποσά στα ταμεία της χώρας τους - φορολογούνται δηλαδή δυσανάλογα, σε σχέση με τις υπηρεσίες που τους ανταποδίδονται», διαβάζουμε στα διάφορα ΜΜΕ της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης της Ευρώπης.

«Γιατί αλήθεια συνεχίζει να υπάρχει αυτή η περίεργη, η παράδοξη μάλλον εχθρότητα των Πολιτών απέναντι στα κράτη τους, παρά το ότι μόλις διέσωσαν από τη χρεοκοπία πολλές «ιδιωτικές» τράπεζες και, μαζί με αυτές, τις περιουσίες όλου του πληθυσμού τους; «Ο ιδιωτικός τομέας είναι λιγότερο διεφθαρμένος και περισσότερο αποδοτικός», διακηρύσσει ο «θέσει αειφόρος» μονοπωλιακός καπιταλισμός - αυτός δηλαδή που ισχυρίζεται ότι εξασφαλίζει την συνεχή, ομαλή και ισορροπημένη εξέλιξη της Οικονομίας. Είναι όμως έτσι, ή μήπως έχουμε άλλες απαιτήσεις από το δημόσιο και άλλες από τον ιδιωτικό τομέα; Δεν πρέπει να είναι έντιμος ο ηγέτης-πολιτικός για το λαό του; - όταν μία αντίστοιχη εντιμότητα του ηγέτη-manager δεν απαιτείται από κανέναν, ενώ θα απέβαινε συχνά καταστροφική για την επιχείρηση του;

Γιατί συμφωνούν εκπληκτικά τόσο πολλοί άνθρωποι με την τοποθέτηση ότι, «ληστεύονται από το κράτος», παρά το ότι το ποσοστό της φορολόγησης τους, από ιστορικής πλευράς, είναι (στατιστικά) μάλλον χαμηλότερο;

«Μήπως επειδή οι στατιστικές δεν δείχνουν την πραγματική εικόνα», θα απαντούσαμε, «επειδή οι μέσοι όροι και οι συνήθεις οικονομικοί δείκτες μέτρησης, είναι χειραγωγημένοι, λανθασμένοι ή, έστω, δυσανάλογα κατανεμημένοι; - για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών, μέσω της φοροαποφυγής» και εν μέρει συμπλήρωμα του ελλείμματος από τις μικροεπιχειρήσεις, από τους μισθωτούς και από τα ίδια τα δανειζόμενα κράτη; Μήπως επειδή έσωσαν μεν οι κυβερνήσεις τις τράπεζες, συνεχίζοντας να τους πληρώνουν τόκους για τα δάνεια τους (!), αλλά οι Πολίτες πλήρωσαν τελικά το κόστος, όπως πληρώνουν και τους τόκους; Το δημοψήφισμα που απαίτησαν και κατάφεραν οι Πολίτες της Ισλανδίας, οι οποίοι δεν συμφωνούν με τη ανάληψη εκ μέρους τους των οφειλών των τραπεζών, δεν είναι αρκετά εύγλωττο»; (βέβαια επίσης εύγλωττη ήταν και η σημερινή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της από τη Fitch - ένα μάλλον δυσάρεστα "εκβιαστικό" μέτρο, εν όψει του δημοψηφίσματος).

Περαιτέρω, γιατί διαμαρτύρεται αλήθεια ένας γνωστός γερμανός φιλόσοφος, σε σχέση με την «εθνικοφορολογική ημισοσιαλιστική επίθεση», όπως ο ίδιος την αποκαλεί; Γιατί άραγε διακηρύσσει την ανάγκη μίας «φορολογικής αντίστασης των Πολιτών» και απαιτεί από το κράτος τη χρηματοδότηση των εθνικών αναγκών του, όχι πλέον μέσω των «καταναγκαστικών» φόρων, αλλά μέσω των «εθελουσίων πληρωμών» των Πολιτών του; Ο φιλόσοφος γνωρίζει φυσικά ότι, εάν οι «απαιτήσεις» του γίνονταν πραγματικότητα, εάν δηλαδή οι Πολίτες δεν εξαναγκάζονταν στην πληρωμή φόρων, τότε το κράτος, έχοντας αισθητά λιγότερα έσοδα, δεν θα μπορούσε πιθανότατα να εκπληρώσει τα κοινωνικά «καθήκοντα» του - σύμφωνα με τις επιθυμίες των Πολιτών. Τα εκπληρώνει όμως σήμερα, πόσο μάλλον στο μέλλον;

Συνεχίζοντας, γιατί αναγνωρίζει ο γάλλος συγγραφέας M.Houellebecq, στο βιβλίο με τον τίτλο «Εχθροί του λαού» ότι ο ίδιος, λόγω της υψηλής φορολογικής του επιβάρυνσης στη Γαλλία και των, συνδεδεμένων με αυτήν, περιορισμών των ατομικών του ελευθεριών, «μετανάστευσε» στο εξωτερικό (φυσικά στην Ιρλανδία, 15% φόρος εισοδήματος), ενώ τα συναισθήματα «ενοχής» από αυτήν του την ενέργεια είναι «μηδενικά, απολύτως μηδενικά»; Δεν είναι αλήθεια «μηδενικά» και τα συναισθήματα ενοχής των επιχειρηματιών που μεταφέρουν τις εταιρείες τους σε «ανταγωνιστικές» φορολογικά χώρες, όπως η Βουλγαρία (10% φόρος) ή άλλες, αφού η εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων «εντέλλεται» από τον καπιταλισμό;

«Είναι μήπως το «μη αλληλέγγυο» πνεύμα της εποχής, αυτό που στέκεται απέναντι μας ή, ίσως, οι γνωστές, αμετανόητες «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές;» αναρωτιέται ο «μέσος νους». Πραγματικά ευρίσκονται οι απόψεις των σύγχρονων φιλοσόφων και των συγγραφέων, όπως των παραπάνω, τόσο κοντά σε αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα στην ελεύθερη αγορά, η οποία «εξισώνει» την περιορισμένη φορολογική επιβάρυνση με την αυξημένη ελευθερία; Πόσο μάλλον χωρίς να ενδιαφέρεται για το ότι, μέσα από αυτήν, από την ελεύθερη αγορά δηλαδή, δημιουργούνται άκρως επικίνδυνες «υπερβολές» (φούσκες), ενώ «καταπατώνται» πλήθος κοινωνικές αξίες, από την υπερισχύουσα, ψυχρή και ανελέητη λογική της; Απλά και μόνο περισσότερη ελευθερία, μέσα από ένα πολύ «λιγότερο» κράτος;

Όχι, τόσο απλά δεν μπορεί κανείς να αποδεχθεί τις αντιρρήσεις των «εχθρών των κρατών» ή των «εχθρών του λαού», οι οποίοι επιμένουν ότι, οι ατομικές ελευθερίες περιορίζονται όλο και περισσότερο από τις συνεχείς, ανθρώπινες παρεμβάσεις στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς – από τις εθνικές κυβερνήσεις από την «γραφειοκρατική αγορά» (συλλογικές συμβάσεις κλπ), καθώς επίσης από την ισχύ των πολυεθνικών εταιρειών και των τραπεζών («too big to fail» κλπ).

Πέρα από τα «σύνορα» των κομμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι, η «προσφορά» πρέπει ξανά να ανταμείβεται. Η απόδοση και η ανταπόδοση δεν ισορροπούν πλέον για πολλούς - ανεξάρτητα από το εάν βρίσκονται στην κορυφή, στο μέσον ή στο κάτω μέρος της εκάστοτε κοινωνικής πυραμίδας. Αφού λοιπόν, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης και κοινωνικής θέσης, τόσοι πολλοί άνθρωποι αισθάνονται το ίδιο, δεν μπορεί παρά να «υποψιαστεί» κανείς ότι η «εχθρότητα» θα οφείλεται σε κάποια άλλη, περισσότερο «ρεαλιστική» αιτία.

Πραγματικά λοιπόν: Ακόμη και αν δεν σπαταλούταν από την Πολιτική κανένα «φορολογικό» ή «ασφαλιστικό» Ευρώ, ακόμη και αν εξαφανιζόταν εντελώς η «διαφθορά», ακόμη και αν το κράτος χρησιμοποιούσε έξυπνα, αλάνθαστα ίσως όλα τα έσοδα του, επιτυγχάνοντας περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα για τους Πολίτες του, φροντίζοντας τόσο για την «παραγωγική ελευθερία», όσο και για τις ίσες δυνατότητες εξέλιξης τους, πολλοί άνθρωποι θα λάμβαναν σήμερα λιγότερες υλικές ανταμοιβές από τα κράτη τους - συγκριτικά με αυτά που πληρώνουν σε φόρους και λοιπές κρατήσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα χρέη του παρελθόντος και στους αυξανόμενους τόκους τους, με τους οποίους επιβαρυνόμαστε πια όλοι μας.

«Όταν γεννήθηκα, το 1965» αναφέρει ένας άλλος γερμανός συγγραφέας, «οι δαπάνες για τους τόκους των δανείων της χώρας μου αντιπροσώπευαν μόλις το 1,8% του προϋπολογισμού της. Τον τελευταίο χρόνο ήταν πάνω από το 14% - με αυξητικές τάσεις. Οι τόκοι, ύψους περίπου 40 δις €, αποτελούν τη δεύτερη υψηλότερη δαπάνη του προϋπολογισμού – μόνο η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών προηγείται. Τα χρήματα δε αυτά πηγαίνουν στις τράπεζες (τις οποίες έσωσαν οι κυβερνήσεις!), για τη χρηματοδότηση των χρεών ύψους 1.000 δις €, τα οποία έχει συσσωρεύσει μόνο το κράτος (τα ομοσπονδιακά κρατίδια και οι δήμοι έχουν τα δικά τους χρέη) τα τελευταία 40 χρόνια. Επομένως, λείπουν τα χρήματα για την «φορολογική ανταποδοτικότητα» προς τους Πολίτες.

«Ένας μικρός λογαριασμός μπορεί να περιγράψει καλύτερα το δράμα της εποχής μας», συνεχίζει ο γερμανός συγγραφέας, «Τον περασμένο χρόνο, τα έσοδα του κράτους ήταν περίπου 270 δις €, ενώ τα έξοδα του 280 δις €. Το έλλειμμα χρηματοδοτήθηκε με την λήψη νέου δανείου. Την ίδια στιγμή, πληρώθηκαν στις τράπεζες 40 δις € τόκοι – ούτε ένα Ευρώ για την αποπληρωμή των δανείων, για χρεολύσια δηλαδή. Εάν αφαιρέσει κανείς τα 40 δις € από τις συνολικές δαπάνες της κυβέρνησης, οι φορολογούμενοι εισέπραξαν ανταποδοτικά, έναντι των 270 δις € που πλήρωσαν στο κράτος, υλικές υπηρεσίες ύψους μόλις 240 δις €. Χωρίς δε το νέο δάνειο των 10 δις €, θα εισέπρατταν ακόμη λιγότερα - 230 δις €».

Όπως φαίνεται λοιπόν και από άλλες ισχυρότερες χώρες, όταν εισέλθει κανείς στον «καθοδικό σπειροειδή κύκλο» των χρεών, δύσκολα πια μπορεί να ξεφύγει. Όσο πιο πολύ δε η επιβάρυνση των τόκων περιορίζει τις δυνατότητες χειρισμού των προβλημάτων μίας χώρας, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο μίας βραχυπρόθεσμης ανάληψης νέων χρεών, με στόχο να εξισώσει τη διαταραγμένη ισορροπία της «ανταποδοτικότητας» των φορολογικών εσόδων - της εξομοίωσης του «δούναι και λαβείν» δηλαδή, το οποίο προσδιορίζει την οικονομική σχέση της Πολιτείας με τους Πολίτες της.

Τι κάνει το κράτος λοιπόν για να αποκρύψει ότι οι Πολίτες λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που προσφέρουν, φορολογούμενοι; Απλούστατα δανείζεται κάθε φορά το ποσόν που του λείπει, έτσι ώστε να αναβάλλει την αίσθηση της μειούμενης ανταποδοτικότητας εκ μέρους της πλειοψηφίας του πληθυσμού – όλων αυτών δηλαδή που εξαρτώνται από τη σωστή λειτουργία του κράτους.

Όμως, όσο αναβάλλει κανείς μία τέτοια «εκμυστήρευση», όσο και αν προσπαθεί δηλαδή να αποκρύψει την πραγματικότητα (υπενθυμίζουμε το άρθρο μας: «Διασπορά ψευδών ελπίδων»), είναι αδύνατον να το συνεχίζει «επ’ αόριστον». Τα νέα χρέη προστίθενται «ανελέητα» στα παλαιότερα, οι τόκοι αυξάνονται συνεχώς, τα χρεολύσια «αναζητούν» την εξόφληση τους και το πρόβλημα «διογκώνεται», σε βαθμό που όλο και πιο δύσκολα ελέγχεται. Όταν δε αυξηθούν τα βασικά επιτόκια, κάτι που θα συμβεί αργά ή γρήγορα, τότε θα πάψει πια, «άπαξ και δια παντός», να απωθείται έντεχνα το πρόβλημα στο «υποσυνείδητο», σαν να μην υπάρχει καν. Η απόσταση μεταξύ της απόδοσης φόρων και της ανταποδοτικότητας τους θα διευρύνεται συνεχώς και δεν θα μπορεί πλέον να διατηρείται κρυφή.

Θα μπορούσε κανείς βέβαια να αντιτείνει ότι, τα υλικά οφέλη δεν είναι το παν. Η κοινωνική ειρήνη, η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια, καθώς επίσης η ύπαρξη ενός «λειτουργικού» Κράτους Δικαίου, συνιστούν μια δημόσια προσφορά, η οποία αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε τι άλλο. Μία τέτοια τοποθέτηση σίγουρα ισχύει και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί.

Όμως, από την άλλη πλευρά, χωρίς σταθερά έσοδα, το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτού του είδους τα κοινωνικά οφέλη – επίσης όχι τα σωστά σχολεία, την αναγκαία μόρφωση του πληθυσμού, την ιατρική περίθαλψη, τις υποδομές, την απονομή δικαιοσύνης, τις συντάξεις και τόσα άλλα. Η υπερχρέωση του κράτους, καθώς επίσης η αυξημένη επιβάρυνση των τόκων απειλούν, ήδη σήμερα, την κοινωνική ειρήνη και τη συνοχή – όχι μόνο αυτήν που ονομάζουμε γενικά «δικαιοσύνη των επομένων γενεών». Εκτός των άλλων, «υποθάλπει» την «νομιμοποίηση» του «κοινωνικού καπιταλισμού» και της ελεύθερης αγοράς – έμμεσα δε και αυτήν της ίδιας της Δημοκρατίας.

Η υπερχρέωση λοιπόν του εκάστοτε κράτους και οι αυξημένοι τόκοι των δανείων, λειτουργούν «διαβρωτικά» στη σχέση των Πολιτών με την Πολιτεία. Πολύ περισσότερο, όσο μειώνεται η εμπιστοσύνη των Πολιτών απέναντι στο κράτος τους, τόσο πιο πολύ αντιδρούν στην πληρωμή φόρων και κρατήσεων - επιδεινώνοντας το ήδη υπάρχων πρόβλημα. Οι υψηλότεροι δε «ονομαστικοί» φόροι (πραγματικοί είναι αυτοί που εισπράττονται και όχι αυτοί που ανακοινώνονται), κυρίως όμως αυτοί που υπερβαίνουν τα όρια ανοχής/αντοχής των Πολιτών, «υποδαυλίζουν» επικίνδυνα την παραοικονομία - γεγονός που δυστυχώς λειτουργεί αντίθετα στις «φοροεισπρακτικές» προσδοκίες των κρατών.

Οφείλει λοιπόν η Πολιτεία να είναι πάρα πολύ προσεκτική τόσο με τη φορολόγηση, όσο και με τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ενεργώντας χωρίς καμία καθυστέρηση και χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό της απολύτως κανένα σφάλμα. Είναι ασφαλώς υποχρεωμένη να αναρωτηθεί, εάν τα μέσα που χρησιμοποιεί για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας και της ανάπτυξης, τα οποία όμως επίσης χρηματοδοτεί μέσω της ανάληψης νέων χρεών, συντελούν πράγματι στη λύση του προβλήματος και δεν εξελίσσονται σε αναπόσπαστο μέρος του.

Ας μην ξεχνάμε ότι, ακόμη και οι «εχθροί του κράτους» ή «οι εχθροί του λαού», δεν θα αντιμετώπιζαν τους φόρους ή τις κρατήσεις σαν περιορισμό των δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, εάν ένα σωστά χρηματοδοτούμενο κράτος φρόντιζε για την οικονομική ανάπτυξη, έδινε τις ευκαιρίες εξέλιξης και εγγυούταν την ασφάλεια των Πολιτών του.

Εξειδικεύοντας στην Ελλάδα, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους και των «κοινωνικών» επιπτώσεων του, είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άλλων «δυτικών» χωρών – πόσο μάλλον της Γερμανίας. Οi πίνακες που ακολουθούν, «διαγράφουν» το μέγεθος του, όσο ίσως τίποτα άλλο, χωρίς να χρειάζονται περιττά λόγια και «περίπλοκες» ερμηνείες «ειδικών»:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΕΣΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΕΣΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2010 ΠΟΣΟΣΤΑ 100% Πιστωτικά έσοδα (δανεισμός) 41,50

Φόρος Εισοδήματος 17,30

Φ.Π.Α.17,00

Φόροι κατανάλωσης 10,80

Λοιποί άμεσοι φόροι 5,70

Μη φορολογικά έσοδα 3,10

Λοιποί έμμεσοι φόροι 2,30

Μη τακτικά έσοδα 1,50

Φόροι στη περιουσία 0,90

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2010 ΠΟΣΟΣΤΑ 100%

Μισθοί και συντάξεις 28,50

Χρεολύσια 21,20

Ασφάλιση, Περίθαλψη, Κοινωνική προστασία* 17,50

Τόκοι 14,10

Λειτουργικές και λοιπές δαπάνες 10,40

Αποδιδόμενοι πόροι 5,30

Εξοπλιστικά προγράμματα 2,20

Λοιπές δαπάνες 0,80

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Στην ασφάλιση περιλαμβάνεται και ποσόν 550 εκ. € που δίνεται σε ομόλογα δημοσίου

Όταν το 41,50% του προϋπολογισμού προέρχεται από νέα πιστωτικά έσοδα (δανεισμό), ενώ η εξόφληση του παλαιότερου δανεισμού (χρεολύσια) είναι μόλις 21,20% - με μισθούς ΔΥ, ασφάλιση, συντάξεις και τοκοχρεολύσια να υπερβαίνουν το 81% των συνολικών δαπανών του ελληνικού δημοσίου, τότε καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα ότι δεν μένει σχεδόν τίποτα που να μπορεί να λειτουργήσει «ανταποδοτικά» προς τους Πολίτες - διατηρώντας ανέπαφη την κοινωνική ειρήνη και την συνοχή της χώρας.

Επίσης, όταν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατά μέσον όρο 2.725 € μηνιαία (το 33% περίπου των «πρωτογενών δαπανών» του προϋπολογισμού και συζητούνται αυξήσεις!!), ενώ οι αντίστοιχοι του ιδιωτικού τομέα υπολογίζονται στα 740 € (περίπου 4 φορές χαμηλότερα), με τις μέσες συντάξεις στην Ελλάδα να αποτελούν το 95,7% της προηγούμενης αμοιβής του εργαζομένου (στην αρκετά πλουσιότερη Γερμανία μόλις το 43%), το μέλλον δεν διαγράφεται «ευοίωνο», εάν δεν υπάρξει άμεση λύση – γράφοντας «λύση» δεν εννοούμε βέβαια τη λήψη νέων δανείων, με υπέρογκους τόκους, «μέτρα ΔΝΤ» και γερμανικούς ελέγχους.

Εν πρώτοις λοιπόν, η μοναδική «κοινή» λύση για όλες της Ευρωπαϊκές χώρες είναι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ελεγχόμενος πληθωρισμός (αύξηση της ποσότητας χρήματος Μ3, διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων, διολίσθηση του € όπως πρόσφατα η Στερλίνα κλπ) εκ μέρους της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας - αφού διαφορετικά δεν μειώνονται «από κοινού» τα χρέη, δεν «διαχειρίζονται» εύκολα οι μισθοί, δεν καλύπτονται μακροπρόθεσμα τα τεράστια ελλείμματα, δεν αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα και δεν εξυγιαίνεται ο παραγωγικός μηχανισμός. Επί πλέον, η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού ΔΝΤ, Ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, Ευρωομολόγων κλπ, καθώς επίσης η πραγματική, η πολιτική δηλαδή ένωση ισότιμων μεταξύ τους κρατών.

Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, αλλά και αρκετές άλλες ελλειμματικές, το σημαντικότερο ίσως από όλα τα παραπάνω, είναι το «άνοιγμα» των ευρωαγορών για τα προϊόντα της (μέσω του οποίου και μόνο θα μπορούσε να διορθωθεί το «καταστροφικό» εμπορικό ισοζύγιο της), στο οποίο θα συνέβαλε ουσιαστικά η αύξηση της κατανάλωσης των πλεονασματικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση κυρίως της Γερμανίας, η οποία είναι «πρωταθλητής» στις αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα και στις μειωμένες δαπάνες διαβίωσης - με τις εξαγωγές να αποτελούν πλέον το 47% του ΑΕΠ της, όταν τη δεκαετία του 1990 ήταν μόλις το 20% (291 δις € εκτός Ευρώπης και 703 δις € εντός – ήτοι, πάνω από το 70%).

Άλλωστε κάποια στιγμή θα διαπιστώσει έντρομη ότι, δεν μπορεί μόνο να εισπράττει από την Ευρώπη, έχοντας αφαιρέσει έμμεσα (υψηλό Ευρώ, εξουδετέρωση του παραγωγικού ιστού κλπ) από πολλές χώρες τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους (άρθρο μας: «Ο αδύναμος κρίκος»). Θα συνειδητοποιήσει λοιπόν ότι δεν έχει νόημα να πουλάει, χωρίς να εισπράττει - όπως επίσης ότι η Οικονομία της δεν είναι ισορροπημένη, αφού στηρίζεται ελάχιστα στην εσωτερική κατανάλωση. Ίσως τότε να καταλάβει ότι, δεν είναι εύστοχο, πόσο μάλλον «ευρωπαϊκά» έντιμο, να ανοίγει εργοστάσια μόνο στην Κίνα ή σε άλλες ανάλογες χώρες, λειτουργώντας στην Ευρώπη μόνο «εμπορικά» - εισπρακτικά δηλαδή και καθόλου παραγωγικά.

Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως δεν πρέπει η Ελλάδα να λειτουργήσει «προσθετικά» - παράλληλα και αυτόνομα δηλαδή, χωρίς να περιμένει «παθητικά» βοήθεια από τους «εταίρους» της (την οποία δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι θα λάβει τελικά - πολύ περισσότερο μετά τη σημερινή δήλωση του διευθύνοντος οικονομολόγου της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας: «Η ΕΚΤ απορρίπτει τη βοήθεια της ΕΕ προς την Ελλάδα»).

Η «τυπική» υποτίμηση, την οποία έχει απόλυτη ανάγκη για την επανεκκίνηση της Οικονομίας της (το νόμισμα μίας χώρας είναι ουσιαστικά το παραγόμενο προϊόν της - το € είναι το ανταλλακτικό μέσον και τίποτα άλλο), θα μπορούσε να είναι «εθελούσια» - όχι απαραίτητα «επιβεβλημένη» από τρίτους (για παράδειγμα, σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα ουσιαστική υποτίμηση του «Ελληνικού €», για ένα φόρεμα στη χώρα μας πληρώνουμε 100 €, όταν για το ίδιο ακριβώς στη Γαλλία πληρώνουμε κάτω από 70 €).

Οι διάφορες αμοιβές (μισθοί, κέρδη, συντάξεις, επιδόματα, υπερωρίες κλπ), δεν είναι υποχρεωτικό να μειώνονται τεχνητά (πληθωριστικά), εάν οι Πολίτες, οι συνδικαλιστές, καθώς επίσης η κυβέρνηση τους, διαθέτουν κοινή λογική, σοβαρότητα και ενήλικη ωριμότητα. Οι τιμές των εξαγωγικών προϊόντων της χώρας θα μπορούσαν να μειωθούν, εάν αποφασιζόταν άμεσα η επιδότηση των θέσεων εργασίας ειδικά των εξαγωγικών «παραγωγικών» εταιρειών, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Η πράσινη ανάπτυξη θα μπορούσε να αποβεί «βιομηχανικά» ωφέλιμη και για την Ελλάδα, εάν δεν προσανατολιζόταν μόνο στη χρήση της, αλλά, κυρίως, στην παραγωγή της (εργοστάσια ηλιακής ενέργειας κλπ - όπως η Γερμανία, οι Η.Π.Α. και όλοι οι άλλοι). Η γραφειοκρατία, ο «αδιάφθορος» έλεγχος, το άνοιγμα των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα το κλείσιμο τους («δεύτερη ευκαιρία» κλπ), θα μπορούσε κάλλιστα να απλοποιηθεί - εύκολα και γρήγορα, χωρίς κόστος.

Οι Πολίτες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να περιορίσουν το κόστος διαβίωσης τους (ειδικά εδώ οι Έλληνες την εξεζητημένη, νεόπλουτη συμπεριφορά και τα καταναλωτικά συμπλέγματα τους), χωρίς να περιμένουν να τους επιβληθεί από τα γεγονότα - στηρίζοντας με τις αποταμιεύσεις τους την Οικονομία της χώρας τους. Επίσης με τα «Εθνικά Ομόλογα», στην ενδεχόμενη έκδοση των οποίων είναι προφανώς αντίθετες οι τράπεζες (υπενθυμίζουμε ένα πρόσφατο άρθρο ενός Έλληνα τραπεζίτη, σχετικό με το ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει εσωτερικά τις πιστωτικές ανάγκες της – μόλις 60 δις € για το 2010!). Επίσης, θα μπορούσαν να καλύπτουν τις ανάγκες τους, με τα προϊόντα των δικών τους παραγωγών, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα τους και βοηθώντας τους να δημιουργήσουν περισσότερες, νέες θέσεις εργασίας - οι οποίες θα λειτουργούσαν προσθετικά στην εσωτερική κατανάλωση και «αφαιρετικά» στις δαπάνες (επιδόματα ανεργίας κλπ) του κράτους.

Η Ελληνική Ναυτιλία θα μπορούσε να «επαναπατρισθεί», καθώς επίσης να γίνει ξανά «εμπορική», αντί απλά «μεταφορική», εάν της δινόταν το όραμα και η ευκαιρία. Ο Τουρισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί ποιοτικά, «καταπολεμώντας» τη «στρεβλή εποχικότητα» του - μειώνοντας επομένως τόσο το κόστος λειτουργίας, όσο και τις τιμές του. Η Εκπαίδευση θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, εάν οι καθηγητές δεν απέβλεπαν μόνο στα φροντιστήρια, διδάσκοντας πρακτικά «μαθήματα παραοικονομίας» - η ιατρική περίθαλψη επίσης. Τέλος, οι «ιθύνοντες» θα μπορούσαν να προέρχονται και από την ιδιωτική Οικονομία, έτσι ώστε να μην χαρακτηρίζονται ως «ερασιτέχνες» από τα ξένα ΜΜΕ – πόσο μάλλον για να κατανοούν σωστά τις δύσκολες συνθήκες, ενεργώντας και θεσμοθετώντας όχι μόνο συνετά, αλλά και πρακτικά, χωρίς συνεχείς παλινωδίες και «τρομοκρατικά φορολογικά χτυπήματα».

Υπάρχουν λοιπόν ήπιοι, ορθολογικοί και εφικτοί τρόποι να λυθούν κάποια από τα προβλήματα της χώρας «με ίδια μέσα», χωρίς να «αποδημήσει» από την Ευρωζώνη, χωρίς καινούργιο δανεισμό, χωρίς άσκοπα ψέματα και χωρίς να διαταραχθεί εγκληματικά η κοινωνική συνοχή με «καταναγκαστικά», δυσβάστακτα, αψυχολόγητα, ατελή, διαβρωτικά και ανεύθυνα μέτρα, τα οποία απλά και μόνο θα «επέφεραν» το τελειωτικό χτύπημα σε μία εγκληματικά αποβιομηχανοποιημένη Οικονομία - γεγονός για το οποίο είμαστε όλοι μας οι κύριοι υπεύθυνοι.

Απαιτείται όμως, σήμερα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή, μία υψηλής ποιότητας ηγεσία (στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση), η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος, καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα εντός και εκτός της χώρας της, να μην υποκύπτει σε πιέσεις, να εμπνέει, να δίνει όραμα και να διδάσκει.


Βασίλης Βιλιάρδος
Τα τρία βασικά στάδια του σπειροειδούς κύκλου των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και η γενεσιουργός αιτία τους - Έφτασε αλήθεια το τέλος της κρίσης;

Ακούγονται ήδη οι πρώτες φωνές, οι οποίες «ανακοινώνουν» ότι έφτασε το τέλος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής «καταιγίδας» ή, τουλάχιστον, ότι έχει πλέον αρχίσει να φαίνεται το βάθος της κρίσης, «αφού δεχόμαστε θετικά μηνύματα από τις αγορές και ιδίως από αυτές των Η.Π.Α.». Η θέση αυτή, «μεταφραζόμενη» οικονομικά, σημαίνει ότι η πιστωτική επέκταση, η οποία είχε δημιουργήσει τη σημερινή ευημερία στις «δυτικές» κοινωνίες, φτάνοντας σχετικά πρόσφατα στο ανώτατο σημείο της και ολισθαίνοντας προς την αντίθετη φορά (πιστωτική συρρίκνωση), σταθεροποιήθηκε και ενδεχομένως ανέκτησε την αρχική της θετική πορεία. Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως αντικατοπτρίζει απλά τις επιθυμίες μας να εξέλθουμε γρήγορα από την κρίση;

Στην οικονομική θεωρία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, υπάρχει μία περιγραφή του «πιστωτικού φαινομένου», η οποία επεξηγεί το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων. Σύμφωνα με αυτήν έχουμε τα εξής:

α) Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α ένα ποσόν 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (ρεζέρβες) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β.
β) Η Τράπεζα Β που δανείζεται τα 800 €, δημιουργεί διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.
γ) Η Τράπεζα Γ που δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.

Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις συνολικά 5.000 €, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.

Στο ίδιο παράδειγμα και από την αντίθετη φορά, εάν ο αρχικός πελάτης ζητήσει από την Τράπεζα Α να του επιστρέψει τα 1.000 €, τότε αυτή θα ζητήσει από την Τράπεζα Β τα 800 € που της είχε δανείσει, συμπληρώνοντας τα με τα 200 € που είχε διατηρήσει (ρεζέρβες) κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν, τα 4.000 € πιστώσεις και τα 1.000 € ρεζέρβες, συνολικά 5.000 €, θα ξαναγίνονταν 1.000 €. Φυσικά, όταν η οικονομία λειτουργεί ομαλά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρακτικά, αφού εμφανίζονται συνεχώς νέοι καταθέτες, οι τράπεζες δανείζονται επί πλέον χρήματα κλπ.

Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία της επιστροφής χρημάτων, όσο αυτή του δανεισμού τους, ενώ εμπεριέχει πολλούς διαφορετικούς κινδύνους. Είναι λοιπόν πιθανόν, στο παράδειγμα μας, η Τράπεζα Β, η οποία για να επιστρέψει με τη σειρά της τα 800 € θα πρέπει να ζητήσει την αποπληρωμή των 640 € από την Τράπεζα Γ, να μην μπορέσει να το επιτύχει, επειδή η Τράπεζα Γ αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα Β είναι υποχρεωμένη (υπό κάποιες προϋποθέσεις φυσικά)

α) να ζητήσει από κάποιον άλλο «πελάτη» της τα 640 € και

β) να δημιουργήσει προβλέψεις ζημιών, επίσης 640 €.

Αφ’ ενός μεν λοιπόν η πιστωτική επέκταση στην αντίθετη της φορά, διπλασιάζει το πρόβλημα, αφ’ ετέρου, επειδή ο «πελάτης» που επιστρέφει τελικά το δάνειο είναι συνήθως ο υγιέστερος της πιστωτικής αλυσίδας, δημιουργούνται διαστρεβλώσεις στις αγορές (πραγματική οικονομία) και «διαφοροποιημένα» προβλήματα.

Για παράδειγμα, ο αρχικός πελάτης μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων του όχι γιατί πανικοβλήθηκε σε σχέση με την ασφάλεια των καταθέσεων του (ο εφιάλτης των τραπεζών), αλλά γιατί έχει μειωθεί το εισόδημα του και θέλει να καλύψει τη διαφορά, για να διατηρήσει τις καταναλωτικές του συνήθειες. Στην περίπτωση αυτή έχουμε συρρίκνωση των αποταμιεύσεων, η οποία αναγκαστικά οδηγεί στη μείωση των επενδύσεων (αφού ο τράπεζες έχουν λιγότερα χρήματα για να δανείσουν σε επενδυτές ), στην ανεργία κλπ.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι να πανικοβληθεί η Τράπεζα Β και να σταματήσει να δανείζει τους πελάτες της (ιδιώτες, επιχειρήσεις, άλλες τράπεζες), προσπαθώντας επί πλέον να περιορίσει την έκθεση της στον πιστωτικό κίνδυνο – να ερευνήσει δηλαδή τα υφιστάμενα δάνεια της, να διαπιστώσει προβλήματα, να δημιουργήσει βιαστικά μεγαλύτερες του σύνηθες προβλέψεις και να προσπαθήσει να εισπράξει όσα περισσότερα χρήματα γίνεται, από όποιους πελάτες μπορεί (από τους υγιείς συνήθως). Ο πανικός της τράπεζας Β μεταφέρεται στην υπόλοιπη αγορά (αυτό έχει συμβεί στην πραγματικότητα σήμερα), με αποτέλεσμα να ενταθεί το πρόβλημα. Και από εδώ λοιπόν προκαλείται μείωση των επενδύσεων, ανεργία κλπ

Σύμφωνα όμως με τους ισχυρισμούς διαφόρων σήμερα, ο φόβος να λειτουργήσει περαιτέρω αντίστροφα η πίστωση έχει εξαλειφθεί, γεγονός που μεταξύ άλλων σημαίνει (στο παραπάνω θεωρητικό μοντέλο μας) ότι

α) ο αρχικός πελάτης δεν ζητάει πίσω τα χρήματα του – δεν έχει πανικοβληθεί δηλαδή, διαπιστώνοντας ότι οι αποταμιεύσεις (καταθέσεις) του δεν βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας, αλλά έχουν δοθεί σαν δάνειο σε τρίτους και αυτός ενδεχομένως έχει αναλάβει εν αγνοία του το ρίσκο (προφανώς κανένας καταθέτης δεν θα εμπιστευόταν τα χρήματα του στις τράπεζες, εάν υποχρεωνόταν σε τέτοιο ρίσκο) και δεν έχει ανάγκη να συμπληρώσει το εισόδημα του,

β) τα προβλήματα ρευστότητας της Τράπεζας Β έχουν αποκατασταθεί και

γ) ο πανικός των τραπεζών, τουλάχιστον στις μεταξύ τους συναλλαγές, έχει εκλείψει, οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται κλπ


Είναι όμως πράγματι έτσι ή μήπως βιαζόμαστε να χαρούμε, διακινδυνεύοντας την επανάληψη των ίδιων λαθών; Η αλλαγή των λογιστικών προτύπων στις Η.Π.Α. δεν είναι ουσιαστικά η «υπεύθυνη διαδικασία» που επανέφερε κάποιες τράπεζες στην κερδοφορία και όχι η εξάλειψη του κεντρικού προβλήματος των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης; Μήπως τα διάφορα θετικά μηνύματα είναι συντονισμένες προσπάθειες «χειραγώγησης» των αγορών, με κίνδυνο να προκαλέσουν την κρίση των κρίσεων, την παγκόσμια δημοσιονομική;


Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, οφείλουμε να περιγράψουμε πριν τα διάφορα στάδια μίας οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε και σε οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη χώρα (όπως στο Μεξικό, στην Αργεντινή, στη Ρωσία, στην Ταϊλάνδη κλπ στο παρελθόν). Χωρίς να αναλωθούμε σε πολλές λεπτομέρειες, τα βασικά στάδια είναι, κατά σειρά μίας «λογικής» προτεραιότητας, τα εξής:

1ο στάδιο: Οικονομικά προβλήματα των καταναλωτών (νοικοκυριών), τα οποία δημιουργούν αντίστοιχα προβλήματα στις τράπεζες (ενυπόθηκα δάνεια, πιστωτικές κάρτες, μεταχρονολογημένες επιταγές ειδικά στη χώρα μας κλπ) οι οποίες, τόσο από τις ζημίες, όσο και από τη μείωση των καταθέσεων (η πιστωτική επέκταση στην αντίθετη φορά της – τα 1.000 έγιναν 5.000 και τα 5.000 επιστρέφουν στα 1.000), υποχρεώνονται να περιορίσουν τα δάνεια στις εταιρίες, μεταφέροντας με τη σειρά τους το πρόβλημα στην «πραγματική» Οικονομία.

Για πρώτη φορά το πρόβλημα μεταφέρθηκε και στα κράτη παγκοσμίως, τα οποία αποφάσισαν, σε αντίθεση με την κρίση του 1929 (ο τότε Υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α. κ. Α. Μέλον είχε αποφασίσει «την εκκαθάριση της σαπίλας του συστήματος» και όχι τη διάσωση του), να στηρίξουν τις τράπεζες από το δημόσιο ταμείο τους (από τους φορολογουμένους), αποκαθιστώντας επί πλέον την εμπιστοσύνη μεταξύ τους (της μίας τράπεζας με την άλλη). Έτσι, εμποδίστηκε η είσοδος στο δεύτερο στάδιο οπότε, κατά την άποψη μας, η κρίση σήμερα ευρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο: στην «ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί».

Πρόκειται λοιπόν για μία αμφιταλαντευόμενη ζυγαριά που εμείς τουλάχιστον δεν είμαστε σίγουροι ακόμη ούτε για το που τελικά θα κλίνει, αλλά ούτε και για τις συνέπειες της. Όπως συμβαίνει και στην Ιατρική, έτσι και στην Οικονομία τα φάρμακα έχουν πολλές φορές παρενέργειες, ενώ οι μέθοδοι που εφαρμόζονται με βάση την προηγούμενη εμπειρία προσπαθούν να γιατρέψουν παρελθόντες ιούς, οι οποίοι όμως έχουν ενδιάμεσα γίνει απρόσβλητοι στα αντισώματα. Ας ελπίσουμε ότι η υπερβολική δόση «συμβατικών φαρμάκων» (τύπωμα νέων χρημάτων χωρίς αντίκρισμα) που δόθηκε στον σοβαρά πάσχοντα παγκόσμιο ασθενή (ήδη σήμερα αποκαλύφθηκε στη Γερμανία ότι οι τράπεζες της έχουν επισφάλειες άνω των 800 δις €), θα τον θεραπεύσει, χωρίς να τον οδηγήσει ανεπιστρεπτί στο θάνατο.

2ο στάδιο: Ολοκληρωτική απώλεια της εμπιστοσύνης όλων των συναλλασσομένων μεταξύ τους. Δηλαδή των καταναλωτών προς τις τράπεζες και αντίστροφα, των τραπεζών μεταξύ τους, των κρατών προς τις τράπεζες, των κρατών μεταξύ τους και ούτω καθ’ εξής.

Αυτό που σωστά βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα (G20, G7, δηλώσεις προβεβλημένων ατόμων, χαμόγελα αισιοδοξίας των πολιτικών κλπ), δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μεγάλη και συντονισμένη προσπάθεια για να μη συμβεί το μοιραίο: ο πανικός δηλαδή και η εξάπλωση του, για τον οποίο δεν υπάρχει απολύτως κανένα οικονομικό φάρμακο.

Σε κάθε περίπτωση, αυτοί που στην πραγματικότητα διατηρούν το σύστημα σήμερα σε ισορροπία είναι οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν κατευθύνθηκαν μαζικά στις τράπεζες, για να αποσύρουν προστατεύοντας τις οικονομίες τους. Αντίθετα με αυτούς, οι ίδιες οι τράπεζες έπαψαν να δανείζουν ακόμη και τις συναδέλφους τους, προτιμώντας να αφήνουν τα χρήματα τους κατατεθειμένα στις κεντρικές τράπεζες για σιγουριά – παρά το ότι ενισχύθηκαν τα μέγιστα από τα κράτη. Δυστυχώς, πάντοτε κατά την άποψη μας, αυτοί οι «απλοί άνθρωποι» που σήμερα στηρίζουν το παγκόσμιο σύστημα, θα είναι οι ίδιοι που θα κληθούν να πληρώσουν, στη θέση αυτών που το λήστεψαν (με αύξηση της φορολογίας, φοροεπιδρομές κλπ).

3ο στάδιο: Υποτίμηση των νομισμάτων (αφού συνήθως έχει προηγηθεί η αθρόα εκτύπωση νέων), αύξηση των επιτοκίων για να προσελκυσθούν καταθέσεις, μεγάλη κάμψη της πραγματικής οικονομίας (δεν γίνονται επενδύσεις λόγω μειωμένης ζήτησης και ζημιογόνων τιμών πώλησης), υψηλή ανεργία, μείωση της φορολογικής βάσης λόγω περιορισμού του ΑΕΠ, εξ αυτής μείωση των δημοσίων επενδύσεων και δαπανών (κοινωνικό κράτος) κλπ. Στη συνέχεια επαναλαμβάνεται το πρώτο στάδιο με αυξημένη ένταση («σπειροειδής» κύκλος) κ.ο.κ.

Ο σπειροειδής (φαύλος) κύκλος μπορεί να ξεκινήσει από οποιοδήποτε από τα τρία βασικά στάδιά του (για παράδειγμα, σε ένα κράτος από την απώλεια εμπιστοσύνης στο νόμισμα του – 3ο στάδιο), ενώ σήμερα άρχισε από τις Η.Π.Α. και τους καταναλωτές της, από το 1ο στάδιο. Όταν πράγματι ξεκινήσει, είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει η φορά του - πόσο μάλλον να αντιστραφεί, αφού σε κάθε στάδιο που ακολουθεί το προηγούμενο (στριφογυρίζει συνεχώς κατά κάποιον τρόπο), γίνεται όλο και πιο καταστροφικός (ανίατος).

Ποια είναι όμως η γενεσιουργός αιτία της σημερινής χρηματοοικονομικής κρίσης, η οποία αυτή τη φορά δεν εμφανίσθηκε σε μία σχετικά μικρή χώρα, όπως κάποτε στην Ταϊλάνδη ή στη Βραζιλία, αλλά στη μεγαλύτερη Οικονομία του πλανήτη;

Κατά την άποψη μας, είναι η εμφάνιση του ιού του «ετεροβαρούς ρίσκου» («ηθικός κίνδυνος» στην οικονομική θεωρία - ένας όρος προερχόμενος από τις ασφάλειες), σε μία εξαιρετικά εξελιγμένη του παραλλαγή. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό όμως, οφείλουμε να το αναλύσουμε από την αρχή.

Η έννοια «ετεροβαρές ρίσκο» που χρησιμοποιούμε εμείς εδώ, αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, στην οποία ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος, όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά και καταλήξουν σε ζημίες.

Εξετάζοντας τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση από το συγκεκριμένο πρίσμα, θα διαπιστώσουμε αμέσως ότι από το ξεκίνημα της (ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης στις Η.Π.Α.), η εσφαλμένη αξιολόγηση του «ετεροβαρούς ρίσκου» από τις τράπεζες ήταν εξαιρετικά βαρύνουσα. Με δεδομένο το ότι οι πελάτες των τραπεζών δανείζονταν χρήματα για την «κερδοσκοπική» αγορά ακινήτων, στο 100% της «αγοραίας» αξίας τους (πολλές φορές ακόμη και της μελλοντικής, αφού αναμενόταν η συνεχής αύξηση των τιμών πώλησης τους), χωρίς να συμμετέχουν με δικά τους κεφάλαια και χωρίς να εγγυώνται με άλλους τρόπους (για παράδειγμα με τις καταθέσεις ή με τους μισθούς τους), ο κίνδυνος που ανελάμβαναν ήταν μηδενικός ενώ, αντίθετα, η ευκαιρία μεγάλη.

Από την άλλη πλευρά, όλοι όσοι προωθούσαν τα δάνεια, αμειβόμενοι με ποσοστά «επί των πωλήσεων», χωρίς να είναι υπεύθυνοι για την είσπραξη των τοκοχρεολυσίων, κέρδιζαν σημαντικά ποσά, χωρίς να αναλαμβάνουν τον παραμικρό κίνδυνο. Στη συνέχεια οι τράπεζες, «εμπνευσμένες» από τα αποτελέσματα και «εφευρίσκοντας» τη δυνατότητα της μαζικής πώλησης αυτών των δανείων σε επενδυτικές εταιρείες, επίσης δεν αναλάμβαναν κανένα συνειδητό ρίσκο, έχοντας μόνο ωφέλεια. Οι επενδυτικοί οργανισμοί, ενώνοντας τα πάσης φύσεως δάνεια σε CDOs, δημιουργούσαν «ασφαλή» (μέσω των CDS) και «ποιοτικά» (ΑΑΑ από τις αμειβόμενες επί τούτου εταιρείες «αξιολόγησης») «χρηματοοικονομικά προϊόντα», πουλώντας τα περαιτέρω - έχοντας μόνο ωφέλεια και καθόλου κινδύνους.

Το «ετεροβαρές ρίσκο» έφτασε τελικά στο απόγειο του όταν, οι τελικοί αποδέκτες των δανείων μειωμένης εξασφάλισης (οι τράπεζες δηλαδή που ζήτησαν να εισπράξουν τις δόσεις από τους δανειολήπτες), διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν ούτε ασφαλή (δεν μπορούσαν να εισπράξουν τις δόσεις), ούτε ασφαλισμένα (οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν πλήρωναν όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν οι δανειολήπτες), αναγκάσθηκαν να τα αποσβέσουν από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας ως εκ τούτου τεράστιες ζημίες.

Αμέσως μετά οι τράπεζες, για να καλύψουν τις τεράστιες ζημίες τους, κατέφυγαν στη βοήθεια των κρατών, μεταβιβάζοντας πλέον τον κίνδυνο στους πολίτες τους - χωρίς μάλιστα να αποδέχονται ούτε ευθύνες, ούτε και μειώσεις των αμοιβών των στελεχών τους (Golden Boys). Προφανώς, εμείς οι πολίτες δεν έχουμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε το πιστωτικό «παιχνίδι» τους (να μεταβιβάσουμε δηλαδή την ευθύνη της πληρωμής των ζημιών τους σε κάποιους άλλους), αφού είμαστε ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας (η βάση καλύτερα της μεγαλύτερης οικονομικής «πυραμίδας» τύπου Madoff που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος).

Από τη στιγμή και μετά που τα κράτη ανέλαβαν τις ευθύνες χωρίς να έχουν καμία ωφέλεια, είτε εθνικοποιώντας τις τράπεζες, είτε με οποιουσδήποτε άλλους τρόπους (Bad Bank κλπ), το «ετεροβαρές ρίσκο» εδραιώθηκε δυστυχώς στο καπιταλιστικό σύστημα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του. Αρκεί να παρατηρήσουμε πόσες άλλες επιχειρήσεις ακολούθησαν ή σχεδιάζουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των τραπεζών (General Motors κλπ), για να καταλάβουμε τη σοβαρότητα του προβλήματος και τον πραγματικό «συστημικό» κίνδυνο που ελλοχεύει πίσω του (όχι τον δήθεν που συνήθως επικαλούμαστε – το υπερβολικό μέγεθος δηλαδή των τραπεζών)

Κατά την άποψη μας, η προοπτική της κατάρρευσης κάποιων μεγάλων τραπεζών δεν είναι η μεγαλύτερη απειλή του συστήματος, αφού υπάρχει μία απλούστατη λύση – η δημιουργία μίας νέας κρατικής τράπεζας σε κάθε χώρα που να εξασφαλίζει τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων, χωρίς να είναι απαραίτητη η βοήθεια των όποιων ζημιογόνων ιδιωτικών τραπεζών.

Η μεγαλύτερη απειλή του καπιταλιστικού συστήματος είναι αναμφίβολα η εξάπλωση του «ιού του ετεροβαρούς ρίσκου», ο οποίος φαίνεται αυτή τη στιγμή να έχει ξεπεράσει τα στενά όρια των επιχειρήσεων (τραπεζών, ασφαλειών κλπ), «καταλαμβάνοντας» τα ίδια τα κράτη, στις μεταξύ τους συναλλαγές.

Η αρχή άλλωστε έχει ήδη γίνει όταν, κυρίως μέσω της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) και του τότε διοικητή της, ο «ιός» εξήχθηκε στις ευρωπαϊκές και λοιπές τράπεζες – άρα στα ανά τον κόσμο κράτη που εδρεύουν. Οι σημερινές ενέργειες των Η.Π.Α., έτσι όπως υποκειμενικά τις αξιολογούμε (τύπωμα χρημάτων, υποτίμηση του νομίσματος, υπερπληθωρισμός για τη μετατροπή των επισφαλών ενυπόθηκων απαιτήσεων των αμερικανικών τραπεζών σε ασφαλείς, υποτιμητική μείωση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. εις βάρος των δανειστών τους κοκ), συνεχίζουν να μεταφέρουν και μάλιστα επαυξημένο το πρόβλημα διεθνώς.

Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή οι Η.Π.Α., οι οποίες ωφελήθηκαν τα μέγιστα από τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων μέσω της διόγκωσης των πιστώσεων (υπερκατανάλωση, αστρονομικές αμοιβές, υπερκέρδη κ.α.), δεν αναλαμβάνουν τον κίνδυνο των εσφαλμένων επιλογών τους, αλλά τον «μοιράζουν» διεθνώς, με τη βοήθεια της οικονομικής και λοιπής ισχύος τους. Γνωρίζοντας φυσικά ότι έχουν γίνει αντιληπτές από τους μέχρι σήμερα «συνεργάτες» τους (Ευρώπη, Κίνα, Ιαπωνία κ.α.), «ανοίγονται» σε καινούργιους, όπως αποδεικνύεται από τα συνεχή ταξίδια του Προέδρου τους (Λατινική Αμερική, Περσία κλπ).

Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι, πολλές άλλες χώρες (Ανατολική Ευρώπη κλπ), ακολουθώντας το παράδειγμα των Αμερικανών, θα προσπαθήσουν με τη σειρά τους να αποφύγουν τα δικά τους προβλήματα, μεταφέροντας τα όπου βρεθεί κατάλληλο έδαφος, ακόμη και με κίνδυνο να απολέσουν την αυτονομία τους (το συναίσθημα της ασφάλειας σήμερα, η επιδίωξη της δηλαδή, είναι ισχυρότερο από αυτό της ελευθερίας). Δυστυχώς, κάποιες άλλες χώρες, όπως η δική μας, οι οποίες δεν έχουν σε καμία περίπτωση αυτά τα χαρακτηριστικά, θα κληθούν να πληρώσουν, με το πρόσχημα πλέον του «ετεροβαρούς ρίσκου», το οποίο θα επικαλεσθούν οι ηγέτιδες δυνάμεις των ευρύτερων διακρατικών ενώσεων.

Ποιες είναι όμως οι αιτίες αυτού του καινούργιου φαινομένου και πως αλήθεια δεν έγινε αντιληπτό, πριν ακόμη μεγεθυνθεί και φτάσει στο σημείο να απειλεί το πλέον αποτελεσματικό οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό; Που βρίσκεται σήμερα η χώρα μας και τι ακριβώς θα πρέπει να κάνει επί πλέον, για να μην καταστραφεί εντελώς περιμένοντας, μάταια ίσως, βοήθεια από τρίτους;

Αφήνοντας τις απαντήσεις και την τεκμηρίωση τους για το επόμενο άρθρο μας, επειδή πιστεύουμε ότι ευρισκόμαστε στην πρώτη από τις τρείς φάσεις μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι θα ακολουθήσει υποχρεωτικά η δεύτερη (έχουν ληφθεί αρκετά μέτρα από τα κράτη για να το εμποδίσουν να συμβεί), οφείλουμε

α) να ενεργήσουμε άμεσα, τόσο σαν άτομα, όσο και σαν κράτος, παίρνοντας τα μέτρα μας προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, με ρεαλισμό και γνώση της «καθαρής μας θέσης»,

β) να μην απομονωθούμε από την ΕΕ, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις στις οποίες είναι αδύνατον να ανταποκριθούμε και, το σημαντικότερο,

γ) να βρούμε τα σωστά κίνητρα για να δραστηριοποιηθούν και τα 5 εκ. εργαζομένων της χώρας μας (δημόσιο, υπάλληλοι, αγρότες, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες κλπ), με κοινό στόχο, μακριά από «προκαταλήψεις», με όραμα, συναινετικά και άκρως παραγωγικά.

Οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για το βιοτικό επίπεδο και την ελευθερία μας, ενώ όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε με τι ακριβώς είμαστε αντιμέτωποι, τόσο αποτελεσματικότερα θα είναι τα μέτρα που έτσι ή αλλιώς θα υποχρεωθούμε να πάρουμε. Η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες σήμερα, χρειάζεται ένα μελλοντικό «μοντέλο» λειτουργίας. Εκτός από τη διεθνή κρίση, έχουμε αναμφίβολα και μία ελληνική κρίση, η οποία εκτείνεται σε όλους τους κλάδους και σε όλες τις πτυχές της οικονομίας μας - ακόμη περισσότερο στην πολιτική. Όπως έλεγε ο Keynes, όταν οι καιροί αλλάζουν, πρέπει να αλλάζουμε και εμείς.


Βασίλης Βιλιάρδος
Προτιμάτε με επιμονή προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα: Η πιο απλή και πρακτική λύση στα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας!

Αποτελεί πλέον κοινή συνείδηση ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας βρίσκονται σε τόσο απελπιστική κατάσταση ώστε προσελκύουν πλέον τους παγκόσμιους καρχαρίες που «μυρίζονται αίμα» και συρρέουν για να μας κατασπαράξουν, απομυζώντας όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από τα σχεδόν άδεια ταμεία μας.

Εμείς καταθέτουμε την δική μας απλή και πρακτική λύση, η οποία δεν είναι δυνατόν (για πολλούς, ευνόητους και απόλυτα κατανοητούς λόγους) να διατυπωθεί από καμιά επίσημη ελληνική αρχή:

Εάν οι μισοί Έλληνες επέλεγαν για τις καθημερινές τους ανάγκες προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα όχι μόνο θα λύναμε το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών προβλημάτων της χώρας μας, αλλά θα εξασφαλίζαμε απασχόληση τόσο για τους Έλληνες όσο και για το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών μεταναστών που φιλοξενούμε στην χώρα μας!

Η απλή αυτή αλήθεια έχει σχέση με τις καθημερινές μας συνήθειες που μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πρέπει να αλλάξουν αμέσως:

Υπάρχει πλέον εθνική ανάγκη να ευαισθητοποιηθούμε σαν καταναλωτές και να εξετάζουμε σχολαστικά τις ετικέτες των προϊόντων που αγοράζουμε από τις αλυσίδες λιανικής. Υπάρχει πλέον εθνική ανάγκη να προτιμάμε τα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα έστω και αν πρέπει να τα πληρώσουμε ακριβότερα!

Αντίθετα, θεωρούμε μεγάλη επιπολαιότητα (που σήμερα βλάπτει τα μέγιστα την Εθνική μας οικονομία, τον εαυτό μας, την οικογένεια και την κοινωνία μας) την επιλογή προϊόντων που παράγονται στο εξωτερικό και πλημμυρίζουν τα ράφια των αλυσίδων λιανικής.

Αγοράζοντας προϊόντα που εισάγονται έτοιμα στην Ελλάδα προσφέρουμε χρήματα και εργασία σε ξένες οικονομίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν τα οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα.

Με τις σημερινές κρίσιμες συνθήκες αποτελεί υποχρέωση μας να εξετάζουμε σχολαστικά τις ενδείξεις που υπάρχουν στην ετικέτα των προϊόντων που αγοράζουμε:

Παράγεται στην Ελλάδα, έχει καλώς! Αν μάλιστα πρόκειται για κάτι παραδοσιακό, ακόμα καλύτερα! Και προσοχή: Ας είναι πιο ακριβό! Δεν πειράζει, ένα μεγάλο μέρος της αξίας που θα πληρώσουμε επιστρέφει με πάρα πολλούς τρόπους σε εμάς τους ίδιους!

Εισάγεται έτοιμο από το εξωτερικό, μην το αγοράζετε – και ας είναι φθηνότερο! Βρείτε κάποιο Ελληνικό υποκατάστατο ή έστω κάποιο υποκατάστατο που παράγεται στην Ελλάδα.

Κάνοντας μια δειγματοληπτική έρευνα στις κορυφαίες αλυσίδες λιανικής, μας σηκώθηκε η τρίχα της κεφαλής μας:

Είναι απίστευτο με πόση επιπολαιότητα πλουτίζουμε άλλες χώρες την στιγμή που εμείς κινδυνεύουμε να χρεοκοπήσουμε και είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες στο εισόδημα και στην καθημερινή μας ζωή. Τα εισαγόμενα προϊόντα που επιπόλαια αγοράζουμε –ενώ θα μπορούσαμε να τα υποκαταστήσουμε με αντίστοιχα που παράγονται στην Ελλάδα- είναι χιλιάδες!

Δεν είναι φυσικά δυνατόν να απαριθμήσουμε ένα προς ένα τα εισαγόμενα προϊόντα που μπορούμε να υποκαταστήσουμε, αλλά μπορούμε κάλλιστα να δώσουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Γιατί άραγε να τρώμε φασολάκια Κίνας, ρεβίθια Τουρκίας, φακές Καναδά, ρύζι Ινδίας, πατάτες Αιγύπτου, φιστίκια Συρίας, μακαρόνια Ιταλίας, σοκολάτες Ελβετίας, Ιταλίας ή Ισπανίας, ζάχαρη από τον Άγιο (;) Μαυρίκιο (και μη χειρότερα!) και χιλιάδες άλλα προϊόντα που αγοράζουμε από τις αλυσίδες λιανικής χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να βλέπουμε που «στέλνουμε» τα λιγοστά χρήματά μας;

Γιατί να αγοράζουμε εισαγόμενα νερά, αναψυκτικά και δεκάδες μπύρες από την Γερμανία, την Αμερική ή το Μεξικό; Χάθηκαν τα αναψυκτικά, τα νερά ή οι μπύρες που παράγονται στην Ελλάδα, με επενδύσεις που έκαναν ακόμα και ξένες (πολυεθνικές ή μη) εταιρίες που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους στην χώρα μας; (Μην ακούτε φωνές που σας καλούν να μην αγοράζετε προϊόντα πολυεθνικών που παράγονται στην Ελλάδα γιατί όχι μόνο δεν βοηθάτε την εθνική οικονομία αλλά και γιατί κλονίζετε τις προοπτικές ξένων επενδύσεων στην χώρα μας τις οποίες χρειαζόμαστε σαν τον διψασμένο που βρίσκεται στην έρημο).

Γιατί στέλνουμε τα χρήματα μας, στο (δήθεν αυθεντικό) Βαλσαμικό Ιταλίας, λες και το περίφημο Βαλσαμικό Παπαδημητρίου δεν είναι και καλύτερο και φθηνότερο;

Γιατί πληρώνουμε χρήματα για να αγοράσουμε εισαγόμενα κρασιά από την Χιλή, την Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία (και δεκάδες άλλες χώρες του κόσμου) όταν έχουμε πλούσια εγχώρια παραγωγή και μια παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων;

Γιατί να αγοράζουμε επιπόλαια εισαγόμενα τυριά και γαλακτοκομικά, όταν η δική μας γαλακτοβιομηχανία προσφέρει εξαιρετικά προϊόντα που τα ζηλεύουν ακόμα και οι ξένοι;

Γιατί (όσοι έχουν την κακή συνήθεια του καπνίσματος) να αγοράζουν εισαγόμενα τσιγάρα – χάθηκαν οι ελληνικές καπνοβιομηχανίες που είναι και φθηνότερες;

Ακόμα και τους ηλιόσπορους τους εισάγουμε από την Αμερική (εμείς που έχουμε την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια της Ευρώπης), ακόμα και το χαμομήλι που αγοράζουμε από τις αλυσίδες λιανικής είναι εισαγόμενο (αν είναι δυνατόν!), ακόμα και το φαγητό που δίνουμε στα ζώα μας (ζωοτροφές) εισάγεται από την Ολλανδία! Είμαστε ή όχι άξιοι της τύχης μας;

Ας μην προβληματιζόμαστε λοιπόν, ας μην διαμαρτυρόμαστε με διάφορα συλλαλητήρια του «πάμε» και του «ερχόμαστε» που επιβάλλουν οι διάφοροι επαγγελματίες εργατοπατέρες, αλλά ας στρωθούμε σοβαρά στα πρακτικά, απαραίτητα και στοιχειώδη που μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση των προβλημάτων μας – είναι στο δικό μας χέρι!

Αφού σήμερα δεχόμαστε μια μαζική επίθεση από επικίνδυνους μεγαλοαπατεώνες (μπροστά στους οποίους ακόμα και η Μαφία μοιάζει με ερασιτεχνική παρέα μικροκλεφτών) ας χρησιμοποιήσουμε τα «όπλα» που έχει ο κάθε ένας από εμάς υπερασπίζοντας με τον δικό μας τρόπο την χώρα μας, την οικογένεια μας και τον ίδιο μας τον εαυτό!

Για προϊόντα που δεν παράγουμε καθόλου ή δεν παράγουμε αρκετά για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας, ας επιλέγουμε προϊόντα χωρών (όπως η Γαλλία) που μας υποστήριξαν ή μας υποστηρίζουν σε δύσκολες στιγμές.

Συμπέρασμα: Προτιμάτε με επιμονή προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα γιατί είναι η πιο απλή και πρακτική λύση στα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας!

Συμβουλέψτε τους οικονομικούς μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα να αγοράζουν μόνο προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα γιατί με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζουν, μαζί με την δική μας, και την δική τους μόνιμη απασχόληση!

Ας ενεργοποιηθούμε λοιπόν! Ας δραστηριοποιηθούμε αμέσως και ας διαδώσουμε το μήνυμα αυτό σε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας!



Λεωνίδας Κουμάκης
ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΨΕΥΔΩΝ ΕΛΠΙΔΩΝ:
Οι σχεδιασμοί της Κομισιόν, η ανεξέλεγκτη αποβιομηχανοποίηση και ο ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος του χρέους, «προδιαγράφουν» την ολοκληρωτική απώλεια της ανεξαρτησίας μας

Μετά την οδυνηρή, διεθνή «εμπειρία» της Lehman Brothers, θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα επαναληφθούν στο μέλλον «συστημικά» λάθη τέτοιου μεγέθους και «καταστροφικότητας» - πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κυρίαρχες χώρες και μάλιστα για μέλη διακρατικών ενώσεων. Η άποψη μας ενισχύεται πλέον από το γεγονός ότι, ακόμη και οι ειδικοί του γερμανικού κοινοβουλίου, οι οποίοι ανέλυσαν την ενδεχόμενη αδυναμία της χώρας μας να ανταπεξέλθει με την πληρωμή των χρεών της, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί ένα μέλος της Ευρωζώνης - να «εκδιωχθεί» δηλαδή, λόγω χρεοκοπίας.


Εν τούτοις, κατά τους ίδιους, η μη τήρηση εκ μέρους ενός κράτους-μέλους των κοινών «νομισματικών κανόνων» (η πτώχευση είναι το αποκορύφωμα μίας τέτοιας «απειθαρχίας»), μπορεί να οδηγήσει στο να τεθεί σε «διαθεσιμότητα»: για παράδειγμα, στους συνεχείς και «στενούς» ελέγχους της κυβέρνησης του, καθώς επίσης στην απώλεια της ψήφου του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - στη στέρηση δηλαδή των δημοκρατικών (εκλογικών) του δικαιωμάτων!!

Η Ε.Ε., κατά την άποψη μας και χωρίς να αποκλείουμε κανένα άλλο ενδεχόμενο, δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τη χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της ζώνης του Ευρώ, όταν δεν έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να το «εκδιώξει» (στο άρθρο μας «Έξοδος από την Ευρωζώνη», έχουμε αναφερθεί αναλυτικά). Τα επακόλουθα άλλωστε ενός τέτοιου γεγονότος είναι πολύ δύσκολα προβλέψιμα - ακόμη περισσότερο, επειδή οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν δανείσει συνολικά 2.119 δις € εντός της Ευρώπης – 38 δις στην Ελλάδα, 183 δις € στην Ιρλανδία, 237 δις στην Ισπανία κοκ. Η μη πληρωμή επομένως των δανείων εκ μέρους μίας χώρας, θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα στους ισολογισμούς των υπολοίπων - «αλυσιδωτά» κατά κάποιον τρόπο, εκτός βέβαια από τον τεράστιο πανικό που θα προκαλούσε στις διεθνείς χρηματαγορές: οι επενδυτές θα απέσυραν αμέσως τα χρήματα τους, τουλάχιστον από τις «ελλειμματικές» χώρες.

Ο «σχεδιασμός» λοιπόν της Κομισιόν, η λύση δηλαδή στο «Ελληνικό αδιέξοδο» που φαίνεται να προκρίνεται (θα ακολουθήσει σύντομα το «Ιταλικό αδιέξοδο» κοκ), επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός «ταμείου» ειδικών αναγκών, στο οποίο θα συνεισφέρουν όλες οι χώρες της Ε.Ε. Το ταμείο αυτό, ένα είδος ευρωπαϊκού ΔΝΤ (ειδικά η Γερμανία, αλλά και άλλα κράτη, δεν επιθυμούν την ανάμιξη του ΔΝΤ στις χώρες της Ευρωζώνης), θα δανείζει τα κράτη που τυχόν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, έναντι όμως πολύ αυστηρών μέτρων - υπό την ολοκληρωτική πλέον «επιτήρηση» των Βρυξελών και με πολύ επώδυνες κυρώσεις.

Το ουσιαστικό θέμα όμως της χώρας μας, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, δεν είναι το από πού θα δανεισθεί στο μέλλον - ενδεχομένως το ΔΝΤ θα ήταν (δυστυχώς) προτιμότερο, εάν «παρείχε» χαμηλότερα επιτόκια, με λιγότερες απαιτήσεις. Το βασικό πρόβλημα είναι το πώς θα επιλύσει τα χρόνια προβλήματα της Οικονομίας της, τα γνωστά μας «διαρθρωτικά» - κυρίως δε το πως θα εξασφαλίσει την «ανασύσταση» του παραγωγικού της μηχανισμού, χωρίς τον οποίο θα καταλήξει ξανά στην ίδια θέση: πολύ πιο χρεωμένη. Το δημόσιο χρέος είναι ουσιαστικά μία «κινούμενη άμμος», μία «κεντροφόρα» πανίσχυρη δίνη που, όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεφύγει ένα κράτος, πόσο μάλλον απεγνωσμένα και σπασμωδικά, τόσο πιο πολύ βυθίζεται στο θανάσιμο «εναγκαλισμό» της.

Δυστυχώς, κάτι που δυσκολεύει «τα μέγιστα» τη χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένας χώρος ομοιόμορφων κρατών, αλλά ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ισχυρά κράτη που επιδιώκουν (εύλογα) την «ηγεμονία» της – γεγονός που αποδεικνύεται από την αντίθεση της Γερμανίας στη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού Οικονομικού Υπουργείου, το οποίο προτάθηκε από τη Γαλλία, ενός «Ευρωομολόγου» που ζητήθηκε από την Ιταλία και από διάφορα άλλα.

Η χώρα μας λοιπόν, επιλέγοντας την παραμονή της στην Ευρωζώνη, οφείλει όχι μόνο απλά να επιβιώσει, δανειζόμενη περαιτέρω αλλά, κυρίως, να καταφέρει να ανταγωνισθεί με επιτυχία όλα τα υπόλοιπα κράτη - έτσι ώστε να μην καταλήξει σε έναν «άβουλο δορυφόρο» ενός ευρωπαϊκού «μορφώματος», πίσω από το οποίο κινεί τα νήματα μία «σκοτεινή εξουσία» (δεν αναφερόμαστε φυσικά σε κάποια συνωμοσία, αλλά σε ένα εξόφθαλμο γεγονός). Είναι όμως σε θέση να το επιτύχει (εάν υποθέσουμε βέβαια ότι είναι βιώσιμο το Ευρώ), παρά τις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη και την ανομοιομορφία των κρατών της;

Ας μην ξεχνάμε ότι, από οικονομικής «σκοπιάς», δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε εισαχθεί το € σε μία περιοχή που δεν συνιστά «άριστο νομισματικό χώρο». Ο λόγος λοιπόν της απόφασης «εισαγωγής» του κοινού νομίσματος δεν μπορεί να ήταν οικονομικός (οι οικονομικές γνώσεις των ισχυρών, των ηγετικών μάλλον ευρωπαϊκών χωρών, είναι εκτός κάθε αμφιβολίας), αλλά πιθανότατα πολιτικός - στρατηγικός καλύτερα.

Επομένως, το «δράμα» που ζούμε σήμερα, θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί πριν από πολλά χρόνια «εν αγνοία» μας (επίσης «εν αγνοία» πολλών άλλων ελλειμματικών χωρών) – πολύ περισσότερο όταν διαπιστώνουμε ολοκάθαρα μία «μονοδρομημένη» μέθοδο επίλυσης του, η οποία δεν προσπαθεί καθόλου να επικεντρωθεί στον πυρήνα του προβλήματος: στην «αποψίλωση» δηλαδή του παραγωγικού ιστού. Κάτω από αυτό το διαφορετικό πρίσμα, η χρηματοπιστωτική κρίση λειτουργεί προς όφελος των πλεονασματικών χωρών της Ε.Ε. – όπως επίσης προς όφελος των ελάχιστων άλλων κερδοφόρων Οικονομιών, στο παγκόσμιο «γίγνεσθαι» (ιδιαίτερα της Κίνας).

Για να τεκμηριώσουμε το συμπέρασμα μας, η Γερμανία (εν μέρει ίσως και η Γαλλία), αυξάνει συνεχώς την ανταγωνιστικότητα της – δυστυχώς «εις βάρος» των υπολοίπων Ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα «αποβιομηχανοποιεί» συστηματικά, με τη βοήθεια των «dumping» μισθών των εργαζομένων της και όχι μόνο, σχεδόν ολόκληρο τον «Ευρωχώρο». Κάτι τέτοιο λειτουργεί μόνο με τη βοήθεια του κοινού νομίσματος, του € δηλαδή - κυρίως επειδή η ζήτηση των γερμανικών προϊόντων αυξάνεται, λόγω της υπερχρέωσης των ελλειμματικών κρατών (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο άρθρο μας «Ο αδύναμος κρίκος»).

Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι στο «σύστημα» μας, τα χρήματα «δημιουργούνται» μόνο μέσω των χρεών (κατά το παράδειγμα των τραπεζών και της σχεδόν γεωμετρικά «πολλαπλασιαστικής» σχέσης μεταξύ των καταθέσεων και των πιστώσεων που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας). Εάν λοιπόν μία χώρα εξάγει «πλεονασματικά», εάν δηλαδή οι «καθαρές εξαγωγές» είναι μεγαλύτερες των εισαγωγών της, τότε οι χώρες «καθαρής εισαγωγής» χρεώνονται απέναντι της, στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των εισαγωγών και των εξαγωγών τους (εμπορικό ισοζύγιο), για να αγοράσουν τα προϊόντα της.

Έτσι, δημιουργείται ένας αυτονόητος, ένας «ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος», επειδή τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν έμμεσα (μεταξύ άλλων) σε υψηλότερο εργατικό κόστος, το οποίο «συμβάλλει» στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της χώρας που χρεώνεται – άρα σε όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από τις εισαγωγές, με συνεχώς ακριβότερες τιμές αγοράς.

Στο τέλος, μία τέτοια χώρα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από το νέο δανεισμό και τους δανειστές της: καταλήγει να επιβιώνει δηλαδή «τεχνητά», συνδεδεμένη άρρηκτα με έναν «πιστωτικό ορό». Εάν δε προσπαθήσει κανείς να την αποκόψει από τον «ορό», θα την οδηγήσει υποχρεωτικά σε απίστευτα καταστροφικές, κοινωνικές και άλλες «εκρήξεις», ενδεχομένως με παγκόσμια «εμβέλεια». Ειδικά όσον αφορά τη σχέση Ε.Ε. – Ελλάδας (Ιρλανδίας Ισπανίας, Ιταλίας, Λετονίας, Πολωνίας, Αυστρίας κλπ), η ποία «διέπεται» από τα παραπάνω, εάν η Ευρώπη δεν αναθεωρήσει δραστικά τις απόψεις της, τότε έχει τις παρακάτω «επιλογές»:

(α) Να συνεχίσει να «επιδοτεί» την Ελληνική Οικονομία όπως, αργά ή γρήγορα, και τις υπόλοιπες ελλειμματικές.

(β) Να κλείσει ερμητικά τα σύνορα της, λαμβάνοντας αποστάσεις από την παγκοσμιοποίηση.

(γ) Να δημιουργήσει μία νέα γενιά «πεινασμένων» οικονομικών μεταναστών, με τεράστια προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης.

Αναλυτικότερα, ειδικά όσον αφορά τους «dumping» μισθούς που αναφέραμε, η Γερμανία δεν περιορίζεται μόνο στη σταθερότητα ή στη μείωση τους - σε πλήρη αντίθεση με την «αναγκαστική» αύξηση των μισθών των ελλειμματικών χωρών. Ουσιαστικά, οι μισθοί επιδοτούνται από το κράτος, επαυξημένα σε περιόδους ύφεσης, παρά το ότι κάτι τέτοιο «διαστρεβλώνει» τον ανταγωνισμό και οφείλει να «τιμωρείται» από την Ε.Ε. (οι άμεσες επιδοτήσεις επιχειρήσεων εντός της Ε.Ε. απαγορεύονται δήθεν αυστηρά από την Κομισιόν).

Η επιδότηση αυτή, σε συνδυασμό με το έκτακτο μέτρο της απόσυρσης των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων («βλακωδώς» συνέβαλλαν και πολλές άλλες χώρες, με ανύπαρκτη αυτοκινητοβιομηχανία), συνετέλεσε στην επιτυχή, μέχρι σήμερα, αντιμετώπιση της παγκόσμιας ύφεσης από τη Γερμανία (μείωση της ανεργίας στο 7,9% από το 8,7% πριν από την κρίση κλπ). Αντίθετα, ενέτεινε σε μεγάλο βαθμό το ήδη «τραγικό» πρόβλημα των υπολοίπων ευρωπαϊκών και άλλων χωρών (η ανεργία αυξήθηκε στη Γαλλία από 8,4% στο 9,5%, στη Μ. Βρετανία από 5,5% στο 8,8% και στις Η.Π.Α. από 4,5% στο 10%).

Η επιδότηση της «μικρότερης απασχόλησης», ένα καθαρά γερμανικό, εξαιρετικό αναμφίβολα «μοντέλο», δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα διάθεσης των προϊόντων τους, να μειώνουν το χρόνο εργασίας του προσωπικού τους (από 30% μέχρι και εξ ολοκλήρου) - έως και για ένα χρονικό διάστημα 24 μηνών. Το 65% περίπου της απώλειας του καθαρού μισθού των εργαζομένων πληρώνεται από το κράτος - καθώς επίσης το 50%των εργοδοτικών εισφορών (μετά τους 6 μήνες, ακόμη και το 100%).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο (κόστισε μέχρι στιγμής περί τα 5 δις € στη Γερμανία, όσο και η απόσυρση δηλαδή), η ανεργία δεν αυξάνεται (οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο αυξήθηκαν από 39.000 πριν την κρίση στο 1,1 εκ. σήμερα – ποσοστό 3,8% επί του συνόλου), οπότε αφενός μεν δεν περιορίζεται η κατανάλωση, αφετέρου δε οι επιχειρήσεις διατηρούν το εξειδικευμένο προσωπικό τους, χωρίς να υποχρεώνονται σε απολύσεις (αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις απεργίες, τις εργασιακές διαμάχες, τις έντονες κοινωνικές αναταραχές κλπ).

Την ίδια στιγμή όμως μειώνουν δραστικά το κόστος λειτουργίας τους και αυξάνουν γεωμετρικά τη «συγκριτική» ανταγωνιστικότητα τους – ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης. Πρόκειται λοιπόν για ένα έμμεσο, για ένα «κρυφό» καλύτερα «όπλο» «υπόγειας» ενίσχυσης των γερμανικών επιχειρήσεων, το οποίο διαστρεβλώνει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και «αποβιομηχανοποιεί» εγκληματικά όλες τις υπόλοιπες χώρες - με τη βοήθεια των υφέσεων και των κρίσεων.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι οποίες καλλιεργούν σκόπιμα τεράστιες ανισότητες εντός της Ευρώπης, πως είναι αλήθεια δυνατόν να ανταπεξέλθει ένα ελλειμματικό κράτος το οποίο, συν τοις άλλοις, είναι «υπέρ του δέοντος» χρεωμένο; Επιβάλλοντας νέους φόρους και καταστέλλοντας τη φοροδιαφυγή (τα μέτρα αυτά λειτουργούν συχνά προς την αντίθετη πλευρά, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις – «άνθηση» της φοροδιαφυγής στην Αργεντινή εν μέσω κρίσης και κατασταλτικών ΔΝΤ μέτρων, μέσα από τη λειτουργία επιχειρήσεων χωρίς νόμιμη άδεια κλπ), μπορεί αλήθεια

(α) να «αναστήσει» τον απονεκρωμένο παραγωγικό του μηχανισμό, ο οποίος «βάλλεται» από παντού,

(β) να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του ή, μήπως,

(γ) οδηγείται «μονοδρομημένα» στην αυτοκτονία – στην υποδούλωση του δηλαδή και στην πλήρη «δορυφοροποίηση»;

Ενδεχομένως, οι πίνακες που ακολουθούν να αναδείξουν την «ανεπάρκεια» αυτών που φαντάζονται ότι μπορούμε μόνοι μας, έστω με μεγάλες θυσίες, να λύσουμε συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών - μέσα στην Ευρωζώνη, χωρίς νομισματικά «εργαλεία», «δεμένοι χειροπόδαρα», εν μέσω μίας παγκόσμιας ύφεσης σε εξέλιξη και με τη γεωμετρική ενδυνάμωση των πλεονασματικών κρατών, εις βάρος των ελλειμματικών.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη δημοσίων χρεών και δημοσίων ομολόγων (σε εκ. €) στην Ελλάδα



ΕΤΟΣ Δημόσιο Χρέος Ποσοστό επί ΑΕΠ Ομόλογα Δημοσίου*
2003 179.008 117,00% 137.684
2004 198.832 120,90% 157.387
2005 209.723 118,90% 173.247
2006 224.162 105,10% 184.530
2007 237.742 104,20% 200.968
2008 260.439 108,90% 216.614
2009 299.570 124,80% 254.316
2010 325.225 133,20% 283.040

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Χρηματοδότηση υπολοίπου δημοσίου χρέους από κοινοπρακτικά και λοιπά δάνεια

Έτος 2009 υπολογιστικά και έτος 2010 προϋπολογιστικά
Από τον πίνακα διαπιστώνουμε ότι, το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 120.562 εκ. € (το 2010 είναι θεωρία ακόμη και «άσκηση επί χάρτου»). Αντίστοιχα, τα ομόλογα που εξέδωσε το δημόσιο για τη χρηματοδότηση του χρέους, αυξήθηκαν κατά 116.635 εκ. €. Ουσιαστικά λοιπόν, τα στοιχεία είναι «ισοσκελισμένα», οπότε είναι μάλλον σωστά (δεν συμπεριλαμβάνεται βέβαια η χρέωση των διαφόρων ΔΕΚΟ κλπ, η οποία επιβαρύνει τους δικούς τους ισολογισμούς).

Περαιτέρω, το ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ μειώθηκε «ξαφνικά» το 2006, όπου όμως αναθεωρήθηκε αυθαίρετα προς τα πάνω το ΑΕΠ (από τη «μαύρη εργασία»), για να επανέλθει «δριμύτερο» σήμερα (το 2010 υπολογίζουμε ότι θα υπερβεί το 150% - με πολύ μέτριες προσδοκίες και όχι απαραίτητα από τυχόν ανεπάρκεια της κυβέρνησης μας, από «φορολογική ασυδοσία» των Ελλήνων ή από «συνδικαλιστικές εξάρσεις»). Προφανώς, εάν το ΑΕΠ μας δεν είναι επακριβώς υπολογισμένο (πολλοί αμφιβάλουν για την ανεξαρτησία και την ορθότητα των στοιχείων της ΕΣΥΕ), τότε τόσο τα ποσοστό των χρεών μας επ’ αυτού, όσο και τα ελλείμματα μας, είναι «εκτός ελέγχου».

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη ΑΕΠ, εσόδων, δαπανών και ελλειμμάτων (των ζημιών δηλαδή του κράτους) σε εκ. €, στην Ελλάδα

ΕΤΟΣ ΑΕΠ* Έσοδα Δαπάνες Έλλειμμα
2003 153.045 37.500 40.735 -3.235
2004 164.421 40.700 45.414 -4.714
2005 196.609 42.206 48.685 -6.479
2006 213.085 46.293 50.116 -3.823
2007 228.180 49.153 55.733 -6.580
2008 239.141 51.680 61.642 -9.962
2009 240.150 49.260 71.438 -22.178
2010 244.233 53.799 69.976 -16.096

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Έτος 2009 υπολογιστικά και έτος 2010 προϋπολογιστικά

* ΑΕΠ 2005 αναθεωρημένο, δηλαδή 20% περίπου αυξημένο σε σχέση με το 2004, μετά την πρόσθεση εσόδων από την «μαύρη οικονομία» εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό του ελλείμματος και να βρεθεί εντός του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε. για πρώτη και τελευταία φορά (ουσιαστικά, υποθετικό ΑΕΠ).

Το ΑΕΠ μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 57% περίπου, ενώ τα δημόσια έσοδα κατά 30%, οι δαπάνες κατά 75% και το έλλειμμα σχεδόν κατά 7 φορές. Η διαφορά της αύξησης των εσόδων, σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, είναι σε τέτοιο βαθμό «μη ισορροπημένη», επειδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από την προς τα πάνω «αναθεώρηση» των στοιχείων (παρά το ότι σήμαινε αυξημένες «εκροές» προς τα ταμεία της Ε.Ε., αφού προσδιορίζονται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) και όχι από «φυσιολογικές» προϋποθέσεις.

Εκτός του ότι η «μεγέθυνση» του ΑΕΠ μας είναι «πλασματική» (εάν πράγματι η «μαύρη οικονομία» ξεπερνάει τα 30 δις €, τότε σίγουρα δεν δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μόνο Ελληνικό), μας οδήγησε δυστυχώς σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών. Εάν δηλαδή δεν είχε αναπροσαρμοσθεί το ΑΕΠ, πόσο μάλλον σε τέτοιο βαθμό, θα είχαμε αποφύγει την υπερβολική αυτή διόγκωση των δαπανών και τη διαφοροποίηση τους από τα έσοδα – άρα το υπερβολικό χρέος και τα τεράστια ελλείμματα. Απλούστερα, τα περίπου 30 δις € που «αναθεώρησαν» το ΑΕΠ μας, οδηγήθηκαν δυστυχώς, σχεδόν στο σύνολο τους, στις δαπάνες - «εκτινάσσοντας» τα ελλείμματα και το χρέος (είναι άλλωστε ανθρώπινο, εύλογο δηλαδή, να ξοδεύουμε περισσότερα, όταν πιστεύουμε, έστω «ουτοπικά», ότι διαθέτουμε περισσότερα - όπως επίσης όταν βρίσκουμε πρόθυμους δανειστές, για την χρηματοδότηση των καταναλωτικών και λοιπών μας «υπερβολών»).

Η μείωση τώρα των δαπανών κατά 1,5 δις € που «εισηγείται» η κυβέρνηση, η αύξηση των εσόδων κατά 4,5 δις € περίπου, καθώς επίσης η «ισοδύναμη» αύξηση του ΑΕΠ (κατά 4 δις €), είναι μεν εφικτοί (αν και αστείοι) στόχοι, όχι όμως σε περιόδους ύφεσης - ανάγκης επείγουσας λήψης διαρθρωτικών μέτρων, επιτακτικής υποχρέωσης ανάκτησης μέρους της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, εξαιρετικά αυξημένου ρίσκου δανεισμού/επιτοκίων και αθέμιτου ανταγωνισμού των «εταίρων» μας. Εάν παρ’ ελπίδα οδηγήσουν σε μείωση του ΑΕΠ μας, ένα αρκετά πιθανό σενάριο, τότε θα καταρρεύσει όλος ο προγραμματισμός και θα οδηγηθούμε σε απόλυτα αδιέξοδα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη εμπορικού ισοζυγίου* και ακαθάριστου εξωτερικού χρέους** (σε εκ. €) στην Ελλάδα

ΕΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
2004 -25.435 185.953
2005 -27.558 222.899
2006 -35.286 252.906
2007 -41.499 308.539
2008 -44.048 362.587

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Εξαγωγές μείον εισαγωγές

** Περιλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι μη κατοίκων της Ελλάδας, όλων των κλάδων της Ελληνικής οικονομίας (ιδιωτικού και δημοσίου). Στο τέλος του 2009 αυξήθηκε στα 400 δις € (άρα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας μειώθηκε ελαφρά στα -38 δις €).

Το εμπορικό ισοζύγιο μας μεταξύ των ετών 2004 και 2008 επιδεινώθηκε συνολικά κατά σχεδόν 174 δις €, ενώ το εξωτερικό χρέος μας ανάλογα - κατά 177 δις € (το 2009 έχει υπερδιπλασιαστεί). Όπως λοιπόν αναφέραμε πιο πάνω (από την αντίθετη πλευρά), αποδεικνύεται και στην πράξη ότι, εάν μία χώρα εισάγει «ελλειμματικά», εάν δηλαδή οι εξαγωγές είναι μικρότερες των εισαγωγών της, τότε σαν χώρα «καθαρής εισαγωγής» χρεώνεται διαχρονικά - στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών (εμπορικό ισοζύγιο), για να αγοράσει τα προϊόντα της. Ουσιαστικά λοιπόν, «αυτού καθ’ εαυτού» τα μέτρα μείωσης των δαπανών ή αύξησης των εσόδων (υψηλότερη φορολογία κλπ), ελάχιστα «αμβλύνουν» την υπερχρέωση της – απλά περιορίζουν το ρυθμό της (κάτι σαν αργός θάνατος δηλαδή).

Τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν (έμμεσα) σε σταθερά υψηλότερο εργατικό και βιομηχανικό κόστος, το οποίο «συμβάλλει» γεωμετρικά στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση του κράτους που (υπέρ) χρεώνεται. Η «κινούμενη άμμος» λοιπόν αυτοτροφοδοτείται από τις όποιες απεγνωσμένες προσπάθειες διαφυγής, «καταπνίγοντας» τις πάσης φύσεως αντιστάσεις των «θυμάτων» της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δε, οι «οικονομικές θυσίες» που επιζητούνται από την κυβέρνηση, αλλά και από τους ίδιους τους Πολίτες, είναι δυστυχώς άνευ αξίας και αντικειμένου – αν όχι εντελώς ανεύθυνη και επικίνδυνη, ποινικά κολάσιμη «διασπορά ψευδών ελπίδων».

Ολοκληρώνοντας, εάν δεν είχαμε εισέλθει στην Ευρωζώνη (εννοούμε βέβαια απροετοίμαστοι), η ίδια η αγορά θα μας είχε προειδοποιήσει έγκαιρα για τους κινδύνους χρεοκοπίας μας. Αυξανομένου του δημοσίου χρέους μας, θα αυξανόταν τα επιτόκια δανεισμού μας (τα CDS επίσης), οπότε θα είχαμε οδηγηθεί σε υποτιμήσεις του νομίσματος μας (σε τεχνητό πληθωρισμό κλπ), χωρίς να «αναγκασθούμε» να «αποβιομηχανοποιήσουμε» τη χώρα μας - καταστρέφοντας εντελώς την ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας. Σήμερα όμως είναι πια πολύ αργά, αφού η καταστροφή έχει «επιτελεσθεί» και είναι αδύνατον πλέον, πόσο μάλλον εκτός του στενού χώρου «προστασίας» του Ευρώ, να επιβιώσουμε στηριζόμενοι στις δικές μας αποκλειστικά δυνάμεις.

Εάν δεν βιαστούμε να εξασφαλίσουμε τις σωστές λύσεις, όσο ακόμη διαρκεί η διεθνής ύφεση (προηγούμενα άρθρα μας – για παράδειγμα άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για τα ελληνικά προϊόντα, ουσιαστική βοήθεια για την ανάπτυξη του παραγωγικού μας ιστού - όχι απλά επιδοτήσεις κλπ), παραμένοντας «στατικοί» στην διαρκή αναζήτηση χρηματοδότησης του χρέους μας, θα χάσουμε εντελώς το «μέλλον» μας.

Η λήξη της κρίσης θα σημάνει την γεωμετρική ανάπτυξη των χωρών που επωφελήθηκαν «συγκριτικά» από την έλευση της, με αποτέλεσμα την αύξηση της «απόστασης» τους από την πλειοψηφία των υπολοίπων. Ίσως τότε να μην αγωνιούμε τόσο για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, όσο, αντίθετα, για την ενδεχόμενη υιοθέτηση, εκ μέρους κάποιων πλεονασματικών χωρών, ενός δικού τους «εθνικού» νομίσματος - αφού δεν θα έχουν πια την ανάγκη του Ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα «αναπτυξιακά» και λοιπά σχέδια τους.

Βασίλης Βιλιάρδος
Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ: Η αναμενόμενη δημοσιονομική κρίση πλήττει πρώτα τη χώρα μας, καθιστώντας την ανυπεράσπιστο στόχο των κερδοσκόπων και ωρολογιακή βόμβα μεγάλης ισχύος στα θεμέλια της Ευρωζώνης.

Όπως είναι γνωστό, η επίθεση των οποιονδήποτε κερδοσκόπων («θεμιτή» φυσικά ενέργεια, μέσα στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού), εναντίον μία χώρας της Ευρωζώνης, δεν είναι δυνατόν να κατευθυνθεί στο (κοινό) νόμισμα της – πόσο μάλλον όταν τα «αντίπαλα» νομίσματα, κυρίως το δολάριο, είναι πολύ πιο ασθενή από το Ευρώ. Είναι δυνατόν όμως να «επικεντρωθεί» στα κρατικά ομόλογα της, με τα οποία χρηματοδοτείται το δημόσιο χρέος της.


Ή καλύτερη στρατηγική για την επιτυχή «εκτέλεση» ενός τέτοιου «σχεδίου» είναι αναμφίβολα εκείνη, στην οποία προηγείται (ένα μικρό χρονικό διάστημα πριν από το καθορισμένο «σημείο μηδέν», την τελική επίθεση δηλαδή), η «αξιολόγηση» της χώρας-στόχου από κάποια «επίσημη» εταιρεία του χώρου – ενδεχομένως, εφ’ όσον κριθεί απαραίτητο, από περισσότερες. Η υποβάθμιση τότε της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, μία ή διαδοχικές φορές, έχει τα εξής, μεταξύ άλλων, «αλυσιδωτά» αποτελέσματα:


(α) Αυξάνεται το επιτόκιο του δανεισμού, ο οποίος πραγματοποιείται από την εκάστοτε χώρα μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, οπότε κερδίζουν περισσότερο οι υψηλού ρίσκου και αυξημένης επικινδυνότητας δανειστές της, οι οποίοι συνήθως «αντικαθιστούν» τους συντηρητικούς επενδυτές σταθερών αξιών.


(β) Αυξάνονται τα ασφάλιστρα των δημοσίων ομολόγων (CDS), με αποτέλεσμα να κερδίζουν περισσότερα οι ασφαλιστικές εταιρείες. Το ύψος των ασφαλίστρων προστίθεται φυσικά στο επιτόκιο «βάσης», οπότε ουσιαστικά πληρώνεται από τον δανειζόμενο. Ο πίνακας που ακολουθεί (αφορά μερικές από τις χώρες, στις οποίες υφίστανται προϋποθέσεις χρεοκοπίας – δεν αναφέρουμε την Τουρκία κ.α. που επίσης «βοηθούνται» από το ΔΝΤ) είναι χαρακτηριστικός:

ΧΩΡΑ
Μ.Β.*(12/09)

Βενεζουέλα 1.350 Η πλέον επίφοβη για χρεοκοπία χώρα

Ουκρανία** 1.350 Αποφεύχθηκε η χρεοκοπία από πιστώσεις του ΔΝΤ

Αργεντινή 1.100 Το 1950 ήταν μία από τις πλουσιότερες χώρες

Ντουμπάι 575 Χρέος περί τα 100 δις $

Ισλανδία 400 Αποφεύχθηκε η χρεοκοπία από πιστώσεις του ΔΝΤ

Ελλάδα 230 Πρόγνωση χρέους για το 2010 στα 135% ΑΕΠ

Ιρλανδία 170 Άμεση περικοπή δαπανών – υψηλό δημόσιο χρέος

Ιταλία 95 Υψηλό δημόσιο χρέος στα 120% του ΑΕΠ

Ισπανία 95 Χαμηλό δημόσιο χρέος στα 60% ΑΕΠ, ανεργία

Πορτογαλία 80 Συνεχή ελλείμματα, αλλά χαμηλό χρέος 80% ΑΕΠ

* Η αξία ενός CDS των 100 μονάδων βάσης σημαίνει ότι, η ασφάλεια κοστίζει ετήσια 1% της απαίτησης

** Πρόσφατα ζήτησε επειγόντως στήριξη από το ΔΝΤ, ύψους 2 δις $.

(γ) Η χώρα δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, όταν ένα μέρος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο – ειδικότερα, ακόμη και όταν βρίσκει πρόθυμους δανειστές, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο, επιβαρύνεται με συνεχώς υψηλότερους τόκους.

(δ) Υποβαθμίζονται αντίστοιχα οι τράπεζες της, οι οποίες συνήθως διατηρούν ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων ομολόγων της - όχι μόνο επειδή μειώνεται η αξία των «ομολογιακών» περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά και επειδή είναι υποχρεωμένες (συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, προηγούμενο άρθρο μας «Εταιρείες αξιολόγησης») να αυξήσουν τα κεφάλαια που δεσμεύουν (αντίκρισμα, εγγυητικά κεφάλαια), για τα ομόλογα δημοσίου που κατέχουν (οπότε μειώνεται αυτόματα ο τζίρος και η κερδοφορία τους, ενώ ενδεχομένως έρχονται αντιμέτωπες με ξαφνικά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας)

(ε) Η υποβάθμιση των τραπεζών, καθώς επίσης η «παγίδα ρευστότητας» (άρθρο μας: Ο κύκλος του διαβόλου) με την οποία έρχονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις της «αμυνόμενης» χώρας (οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποσύρουν ρευστότητα από την αγορά, έτσι ώστε να καλύψουν τις επί πλέον ανάγκες κεφαλαίων για την τήρηση της Βασιλείας ΙΙ, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνουν υφιστάμενες πιστώσεις τους κλπ), έχουν σαν αποτέλεσμα, την απότομη πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, αλλά και μία εκτεταμένη ύφεση στην πραγματική οικονομία της χώρας (εισέρχεται δυστυχώς στον καθοδικό «σπειροειδή» κύκλο).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τώρα δεν μπορεί «κατ’ αρχήν» να δανείσει τη χώρα της Ευρωζώνης που «πλήττεται», που αντιμετωπίζει δηλαδή προβλήματα ρευστότητας, επειδή απαγορεύεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο μας «Έξοδος από την Ευρωζώνη»). Ακόμη όμως και να υπήρχε κάποια δυνατότητα «αποφυγής» της απαγόρευσης, οι συνέπειες μίας τέτοιας ενέργειας θα ήταν πιθανότατα καταστροφικές: θα ερχόταν αμέσως αντιμέτωπη με το «ετεροβαρές ρίσκο» (ηθικός κίνδυνος στην οικονομική θεωρεία, όρος που προέρχεται από τον ασφαλιστικό κλάδο), γεγονός που σημαίνει ότι, οι υπόλοιπες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα (Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), θα έπαυαν να επιδεικνύουν τη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτεί η Ε.Ε.

Δηλαδή, το «μήνυμα» που θα έπαιρναν όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. από μία τέτοια «αντισυμβατική» ενέργεια της ΕΚΤ, θα ήταν πολύ απλά το εξής: «Για ποιο λόγο να μειώσω τα έξοδα μου στο επίπεδο των οικονομικών δυνατοτήτων μου, αφού στο τέλος κάποιος άλλος θα πληρώσει τις ζημίες μου;».

Από την άλλη πλευρά όμως, τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε η ΕΚΤ, εάν ενδεχομένως αποφάσιζε να αφήσει μία τέτοια χώρα εντελώς αβοήθητη, θα ήταν μάλλον πολλαπλάσια. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό στους κερδοσκόπους - πολύ περισσότερο αφού, «κατά σύμπτωση», η επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ξεκίνησε λίγο μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης της ΕΚΤ να αποσύρει πρώτη (χωρίς την αναμενόμενη από κοινού συμφωνία με τις άλλες κεντρικές τράπεζες, ειδικά με τη Fed) τα μέτρα στήριξης της Οικονομίας, καταργώντας αρχικά το μακροπρόθεσμο (12μηνο) δανεισμό των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο 1% και το «quantitative easing» (άρθρο: Ο μεταλλαγμένος ιός σε πορεία αυτονόμησης).

Περαιτέρω, η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, τόσο απέναντι στο Ευρώ, όσο και στις χώρες του, θα «καταποντιζόταν», με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα, αφενός μεν για το κοινό νόμισμα, αφετέρου δε για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (πολιτική ένωση, κοινωνική συνοχή, πιστοληπτική ικανότητα κλπ).

Η αμέσως επόμενη ενέργεια των κερδοσκόπων, στην περίπτωση που η ΕΚΤ θα εγκατέλειπε στη «μοίρα» της την πρώτη χώρα που θα δεχόταν τις συντονισμένες «βολές» τους, θα ήταν η «κλιμάκωση» της επίθεσης τους στις υπόλοιπες «αδύναμες» χώρες της Ευρωζώνης - με πιθανότερο αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση της Ε.Ε. Επομένως (κάτι που για πρώτη φορά διαπιστώθηκε λίγο μετά το ξέσπασμα της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης και αφορούσε τις υπερμεγέθεις τράπεζες), πρόκειται και εδώ για έναν «συστημικό» κίνδυνο, ο οποίος όμως αυτή τη φορά συνδέεται με ένα ή με περισσότερα κράτη και όχι με τράπεζες.

Βέβαια, η «δημοσιονομική κρίση», στην οποία αναφερθήκαμε πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα (είχαμε θεωρήσει ότι θα ακολουθούσε τη χρηματοπιστωτική κρίση, χαρακτηρίζοντας της σαν «την κρίση των κρίσεων»), ήταν αναμενόμενη, ενώ προσδιοριζόταν χρονικά στο σημείο εκείνο που οι κεντρικές τράπεζες θα αποφάσιζαν να «αναρροφήσουν» πρόωρα την υπερβάλλουσα ρευστότητα από τις αγορές, υπό το φόβο του «υπερπληθωρισμού». Πόσο μάλλον όταν ταυτόχρονα, για τον ίδιο σκοπό, θα αύξαναν τα βασικά επιτόκια τους, με τα οποία (με τα χαμηλά δηλαδή) ήταν σχετικά εφικτή η χρηματοδότηση υψηλών δημοσίων χρεών.

Φυσικά, η «δημοσιονομική κρίση» θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφευχθεί, εάν οι κεντρικές τράπεζες αποφάσιζαν να διατηρήσουν τα μέτρα τους και να «ανεχθούν» έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, ο οποίος θα μείωνε τεχνητά τα υψηλά δημόσια χρέη. Όμως, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ε.Ε., τα αντιμαχόμενα συμφέροντα, αυτά δηλαδή των πλεονασματικών χωρών, σε αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα των ελλειμματικών, πιθανόν να λειτουργήσουν προς όφελος των πρώτων, προσδιορίζοντας έτσι «μονόπλευρα» τις αποφάσεις της ΕΚΤ.

Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, η οποία είναι αναμφίβολα το πρώτο «υποψήφιο θύμα» μετά την υποβάθμιση της από την Fitch (αναμένονται αντίστοιχες ενέργειες και από τις άλλες δύο «αδελφές», με πιθανότερο στόχο να «δοκιμασθούν» οι αντοχές της ΕΚΤ, της Ε.Ε. και του Ευρώ), η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει. Εάν τυχόν συναντήσει πρόβλημα στην αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων χρεών της, θα θεωρηθεί αυτόματα ότι χρεοκόπησε (άρθρο μας «Κρατική Πτώχευση»), με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα – μεταξύ άλλων για τους πάσης φύσεως δανειστές της (ένας από τους μεγαλύτερους δανειστές μας είναι η Γερμανία, η οποία στο παρελθόν έχει αγοράσει, μαζικά, ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου, λόγω της μεγάλης απόδοσης τους – οι τράπεζες της δανείζονταν από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1%, ενώ δάνειζαν την Ελλάδα με περισσότερο από 5%).

Συνεχίζοντας, εάν η ΕΚΤ σταματήσει να δέχεται τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου σαν εγγύηση από τις τράπεζες, για τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις τους, κάτι που θα αποφασιστεί στην επόμενη συνεδρίαση της (17.12), τότε η Ελλάδα ουσιαστικά θα χρεοκοπήσει (πριν ακόμη δηλαδή χρειαστεί χρήματα για την αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων δόσεων του χρέους της) και οι δανειστές της θα χάσουν πολλά από τα χρήματα τους.

Εν τούτοις, η χρεοκοπία μίας χώρας της Ευρωζώνης, ένα ενδεχόμενο στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν βοηθηθεί τελικά από την Ε.Ε. (από τη Γερμανία και τη Γαλλία ουσιαστικά), θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις με απρόβλεπτα αποτελέσματα (υπενθυμίζουμε εδώ την περίπτωση της Lehman Brothers η οποία, ενώ θα μπορούσε να σωθεί από τις Η.Π.Α. με το «μηδαμινό» τότε ποσόν των 10 δις $, αφέθηκε εσφαλμένα να χρεοκοπήσει, με αποτέλεσμα να προκληθεί η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση).

Για παράδειγμα, οι επενδυτές θα αποσύρονταν τρομαγμένοι από τα ομόλογα των υπολοίπων «ελλειμματικών» χωρών της Ευρωζώνης – πιθανόν και από αυτά κάποιας μεγάλης χώρας, όπως η Ιταλία. Το ενδεχόμενο αυτό θα ήταν ένα καίριο πλήγμα στην «καρδιά» της Ευρώπης: εκατομμύρια ασφαλειών ζωής στη Γερμανία θα έχαναν την αξία τους, αφού οι ασφαλιστικές εταιρείες της έχουν επενδύσει τεράστια ποσά σε ιταλικά ομόλογα δημοσίου (λόγω των υψηλών αποδόσεων τους), με αποτέλεσμα να χρειασθεί τότε η ίδια η Γερμανία βοήθεια από τις «ομόλογες» της στην Ε.Ε. - γεγονός που φυσικά θα επιδείνωνε σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια οικονομικά των χωρών που θα την βοηθούσαν. Έτσι θα ξεκινούσε μία «πυρηνική» αντίδραση μεγάλης καταστροφικής ισχύος, με εντελώς απρόβλεπτα αποτελέσματα όχι μόνο για την Ε.Ε., αλλά για ολόκληρο τον πλανήτη.

Επί πλέον, όταν μία χώρα απειλείται με την ολοκληρωτική καταστροφή της, είναι πολύ πιθανόν να πάψει να σέβεται τους κανόνες που έχουν θεσπισθεί από το διακρατικό σύστημα που ανήκει, ενεργώντας εντελώς απρόβλεπτα και «αντισυμβατικά». Για παράδειγμα, θα μπορούσε η κεντρική τράπεζα της να αρχίσει να τυπώνει χαρτονομίσματα (€), χωρίς την απαιτούμενη συμφωνία με την ΕΚΤ. Ήδη στην ΕΚΤ, πίσω από «κλειστές πόρτες», συζητείται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ απάντηση στην ερώτηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί προληπτικά μία τέτοια ενέργεια κάποιας χώρας της Ευρωζώνης δεν υπάρχει (δεν έχει προβλεφθεί από τη σύμβαση), γεγονός που προβληματίζει προφανώς στο έπακρο τους Ευρωπαίους τραπεζίτες.

Επιστρέφοντας στη χώρα μας, θεωρείται ότι η χαριστική βολή στην αξιοπιστία της δόθηκε πρόσφατα, όταν δηλώσαμε «εσκεμμένη παραποίηση» των στατιστικών μεγεθών μας (για δεύτερη φορά μετά το 2004, όπου ισχυριστήκαμε μόνοι μας ότι, ακόμη και η είσοδος μας στην Ε.Ε. έγινε με δόλιο τρόπο), καθώς επίσης έλλειμμα υψηλότερο κατά περίπου επτά μονάδες από το επίσημα προϋπολογιζόμενο. Το γεγονός αυτό αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ στην Ευρώπη, πολύ περισσότερο αφού δεν είναι το αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης – η οικονομία μας συρρικνώθηκε μόλις κατά 1,2% το 2009, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες το μέγεθος αυτό είναι πολλαπλάσιο.

Βέβαια, δεν ήταν αυτό που προβλημάτισε «τα μέγιστα» την Ευρώπη, όσο και αν κάτι τέτοιο ακούγεται παράδοξο – η «ειλικρίνεια» επομένως της κυβέρνησης μας, μάλλον δεν έλυσε το πρόβλημα. Το σημαντικότερο όλων ήταν οι δηλώσεις μας (εμείς οι Πολίτες ευθυνόμαστε για όλα όσα συμβαίνουν και αποφασίζονται, αφού η κυβέρνηση και ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός δεν είναι τίποτα άλλο από τον δικό μας εκπρόσωπο, τον εντολοδόχο μας καλύτερα απέναντι στη διεθνή κοινότητα)

(α) για μείωση του ελλείμματος μόλις στο 9,1% του ΑΕΠ μας το 2010 (όταν το χρέος μας είναι «εκρηκτικό») και, κυρίως,

(β) για το ότι μας χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα χρόνια (η αναξιοπιστία μας βέβαια δεν λειτουργεί θετικά στις εκάστοτε υποσχέσεις μας) για να ελέγξουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα μας.

Με δημόσιο χρέος περί τα 300 δις € (εάν βέβαια ισχύουν οι «μετρήσεις» της Ε.Σ.Υ.) και με ΑΕΠ περί τα 240 δις €, η Ε.Ε. υπολογίζει, πολύ σωστά, ότι σύντομα το χρέος μας θα φτάσει στα 360 δις € - δηλαδή πάνω από το 150% του ΑΕΠ μας, όπως φαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί:

Έτη Έλλειμμα (Ζημία) Σύνολο Χρέους
Χρέος 2009 300.000.000.000 χρέος 2010 με έλλειμμα/ΑΕΠ 9,1% 21.840.000.000
321.840.000.000 Χρέος 2011 με έλλειμμα/ΑΕΠ 7,0% 16.840.000.000
338.680.000.000 Χρέος 2012 με έλλειμμα/ΑΕΠ 5,0% 12.000.000.000
350.680.000.000 Χρέος 2013 με έλλειμμα/ΑΕΠ 3,0% 7.200.000.000
357.880.000.000
* Υπόθεση εργασίας: ΑΕΠ 240.000.000.000 €, σταθερό

Σημείωση: Το ποσοστό του ελλείμματος 2010-2013 είναι υποθετικό και εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί

Με μέσο δανεισμό τα τελευταία 30 χρόνια άνω των 10 δις € ετησίως (300 δις € χρέος διά 30 έτη) και με καθαρές «εισροές» (αφαιρουμένων των καταβολών μας) από το ταμείο της Ε.Ε. μεταξύ 3-6 δις € ετησίως, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία δυνατότητα όχι μείωσης του τεράστιου αυτού χρέους αλλά, έστω, μη αύξησης του.

Πόσο μάλλον όταν, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, θα επιβαρυνόμαστε με επιτόκια άνω του 5% - περισσότερα από 15 δις € ετησίως (πάνω από 25% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού, αν τα υπολογίσουμε στα 60 δις €). Ακόμη περισσότερο, όταν δεχθεί κανείς σαν μία υπαρκτή πιθανότητα τη μείωση του ΑΕΠ μας, σαν αποτέλεσμα των μέτρων «τύπου ΔΝΤ» που ενδεχομένως θα ληφθούν και τα οποία θα υπερκαλύψουν την πληθωριστική αύξηση του (εάν βέβαια η ΕΚΤ λειτουργήσει ατυχώς αντιπληθωριστικά).

Κατά την άποψη μας φυσικά, την οποία διατυπώσαμε ήδη το Απρίλιο του 2009 (άρθρο μας «Η ιδανική υποψήφια χώρα για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων εταίρων»), η Ε.Ε. δεν μπορεί να αφήσει αβοήθητη τη χώρα μας, λόγω των «παρενεργειών» στο κοινό νόμισμα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουμε απαθείς. Επίσης η παρούσα ύφεση, αν και σήμερα φαίνεται ίσως «βατή» για την Ε.Ε., δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση παρελθόν – πόσο μάλλον όταν το αδύναμο δολάριο φαίνεται να προσελκύει στην «περιοχή» του βιομηχανικές επενδύσεις χωρών της Ε.Ε. (η Mercedes ήδη ανακοίνωσε την παραγωγή της C-Class στο «χώρο του δολαρίου», λόγω του ότι δεν μπορεί να μειώσει το εργατικό κόστος που έχει στη Γερμανία, στο ίδιο ύψος με την «διολίσθηση» του δολαρίου: σχεδόν -50%). Έτσι «αναγγέλλεται» ουσιαστικά το δεύτερο στάδιο της ύφεσης – αυτό που προκαλείται από την γεωμετρική αύξηση της ανεργίας.

Φυσικά, ακόμη και αν μας βοηθήσει η Ε.Ε. να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, θα ζητήσει σαν αντάλλαγμα την «υποταγή» μας – θα χάσουμε δηλαδή την ελευθερία και την αυτονομία μας. Εμείς οι Πολίτες δε, ο τελευταίος κρίκος της «πιστωτικής αλυσίδας», θα επιβαρυνθούμε δυσανάλογα (φορολογία κλπ), – πολύ περισσότερο όταν συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε δημοσίως και διεθνώς πως οι Έλληνες είναι στην πλειοψηφία τους πάμπλουτοι, επειδή φοροδιαφεύγουν συστηματικά (!)

Επομένως, θα πρέπει να βοηθηθούμε μόνοι μας, απαιτώντας όχι την έμπρακτη συνδρομή της Ε.Ε. (περαιτέρω χρηματοδότηση αυξανομένων ελλειμμάτων κλπ), αλλά

(α) τη διατήρηση των συνθηκών δανεισμού μας (συνέχιση της λήψης των δημοσίων ομολόγων μας από την ΕΚΤ σαν εγγύηση, στα υφιστάμενα επίπεδα),

(β) την υιοθέτηση του Ευρωομολόγου, έτσι ώστε να μην επιβαρυνόμαστε με δυσανάλογα επιτόκια, όπως επίσης μίας προοδευτικής φορολογικής κλίμακας των κρατών-μελών της Ε.Ε. (άρθρο μας «Ευρωπαϊκή Συνοχή»),

(γ) τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, για να μην είμαστε εκτεθειμένοι στις διαθέσεις του (αμερικανικού ουσιαστικά) ΔΝΤ,

(δ) την ίδρυση Ευρωπαϊκών Εταιρειών Αξιολόγησης, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Κομισιόν και της ΕΚΤ (ενδεχομένως με τη συμμετοχή τα Ελβετίας, η οποία διαθέτει αυξημένη αξιοπιστία), έτσι ώστε να μην είμαστε έρμαιο στις διαθέσεις των εταιρειών αξιολόγησης των κερδοσκόπων, καθώς επίσης

(ε) το άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για τα αγροτικά προϊόντα μας (οι εξαγωγές μας στις χώρες της Ε.Ε. πρέπει πάση θυσία να πολλαπλασιαστούν – όχι απλά να αυξηθούν), για τον τουρισμό, την αμιγώς ελληνική ναυτιλία και τα υπόλοιπα «αγαθά» ή τις υπηρεσίες μας.

Από η δική μας πλευρά θα πρέπει να γίνουν ακόμη περισσότερες ενέργειες, μεταξύ των οποίων:

(α) Εσωτερικός δανεισμός, τουλάχιστον για την κάλυψη όλων των δανειακών αναγκών μας του 2010 (άρθρο μας από τις 30.10.09 «Εθνικά Ομόλογα»), έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε το χρόνο που απαιτείται για να «δρομολογηθούν» και να αποδώσουν τα μέτρα που θα λάβουμε.

(β) Καταγραφή του ενεργητικού μας, έτσι ώστε να γνωρίζουμε την καθαρή θέση μας (άρθρο μας). Μία χώρα, όπως και μία επιχείρηση, μπορεί να είναι πάμπλουτη (ακίνητη περιουσία που όμως είναι δύσκολα ρευστοποιήσιμη, μεγάλες κοινωφελείς εταιρίες που δεν επιτρέπεται να πωλούνται κλπ), παραμένοντας ζημιογόνα και είναι δυνατόν να χρεοκοπήσει, όχι λόγω της έλλειψης περιουσίας ή των όποιων ζημιών της, αλλά από αδυναμία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της (παγίδα ρευστότητας).

(γ) Μείωση των περιττών ή «ασύμμετρων» δαπανών μας. Για παράδειγμα, με βάση τον προϋπολογισμό του 2010, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων (Δ.Υ.), εξαιρουμένου του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων, είναι 511.913 άτομα. Οι συνολικές αμοιβές τους είναι 18.674.000.000 € - μέση αμοιβή δηλαδή περί τα 36.478 € ετήσια ή 3.040 € μηνιαία (σε 12μηνη βάση).

Αν και σε ποσοστιαία κλίμακα δηλαδή οι ΔΥ δεν είναι υπεράριθμοι, η μέση αμοιβή τους είναι κατά πολύ υψηλότερη της αντίστοιχης του ιδιωτικού τομέα (οπότε αποτελεί σημαντικό κίνητρο αναζήτησης απασχόλησης στο δημόσιο), είναι εμφανώς δυσανάλογη με την παραγωγικότητα τους και τη δυναμική της Οικονομίας μας ενώ, αποτελώντας το 35% των συνολικών απολαβών των εργαζομένων, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο (20% των αμοιβών εργαζομένων).

Προφανώς, όταν μιλάμε για «ανελαστικές δαπάνες» του δημοσίου, είναι σαν να μην θέλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας – «η μη μόνο» να απαιτήσουμε τη «θυματοποίηση» των Ελλήνων Πολιτών. Διαφορετικά, πως είναι δυνατόν να θεωρούμε ανελαστικές τις δαπάνες της ΕΡΤ, οι οποίες είναι ύψους περίπου 300εκ. € ετησίως, ενώ απασχολεί 5.000 εργαζομένους; (το BBC, με διεθνή παρουσία, απασχολεί 860 υπαλλήλους). Είναι αδύνατον αλήθεια να μειωθούν οι δαπάνες της Βουλής, όταν ξεπερνούν τα 200 εκ. €; Τα 100 εκ. € τηλεφωνικό κόστος του δημοσίου δεν μπορούν να περιοριστούν;


(δ) Αύξηση της παραγωγικότητας μας - άρθρο μας «Έλλειμμα παραγωγικότητας», από το οποίο παραθέτουμε ξανά έναν πίνακα μας:



ΧΩΡΕΣ Εργαζόμενοι ΑΕΠ* Εξαγωγές * Παραγωγικότητα/Εργ.**

Ολλανδία 7,50 εκ. 644,6 δις 465,30 δις 85.947

Ελλάδα 4,94 εκ. 237,9 δις 25,76 δις 48.158

Σουηδία 4,66 εκ. 394,5 δις 176,5 δις 84.657

Αυστρία 3,56 εκ. 328,4 δις 58,30 δις 92.247

Δανία 2,90 εκ. 268,8 δις 102,10 δις 92.690

Φιλανδία 2,68 εκ. 210,5 δις 92,62 δις 78.545

Νορβηγία 2,50 εκ. 284,0 δις 136,10 δις 113.699

* 2007 σε δις $ , f.o.b. Πληροφορίες: ip Πίνακας σε $ δικός μας

** Η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο προκύπτει από τη διαίρεση του ΑΕΠ με το σύνολο των εργαζομένων

Όπως διαπιστώνουμε από τον ανωτέρω πίνακα, εάν αυξάναμε την παραγωγικότητα του «εργατικού μας δυναμικού», έστω στα επίπεδα της Ολλανδίας, το ΑΕΠ μας σχεδόν θα διπλασιαζόταν - με αποτέλεσμα να λυνόταν ως δια μαγείας όλοι οι υπόλοιποι προβληματισμοί μας.

(ε) «Καταστολή» της διαπλοκής (το σημαντικότερο ίσως διαρθρωτικό πρόβλημα μας, ίσως μάλιστα το μοναδικό που επιλύεται βραχυπρόθεσμα – οι υπόλοιπες «διαρθρωτικές συνισταμένες» είναι η φορολογική μεταρρύθμιση, το ασφαλιστικό, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η δημόσια υγεία, η μείωση της γραφειοκρατίας κλπ) και των «παραγώγων» της (διαφθορά κλπ). Με δεδομένο το ότι η διαπλοκή και η διαφθορά απαιτούν τουλάχιστον την ανοχή, αν όχι τη στενή «συνεργασία» της δημόσιας διοίκησης (ή/και των κομματικών μηχανισμών), αποτελούν ένα κατ’ εξοχήν πεδίο αποκλειστικής ευθύνης της εκάστοτε κυβέρνησης.

Ένα ειδικό σώμα ελέγχου των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων (τύπου ΣΔΟΕ - εάν αντιμετωπισθεί με επιτυχία η διαφθορά στο δημόσιο και στα κόμματα, κάτι που μπορεί εύκολα να επιτευχθεί από την όποια αποφασισμένη κυβέρνηση, λύνεται εξ ολοκλήρου το πρόβλημα), οι ανοιχτές διαδικασίες ανάθεσης έργων, οι ετήσιοι ισολογισμοί (τριμηνιαία αποτελέσματα λειτουργίας) όλων ανεξαιρέτως των «μονάδων» του δημοσίου στο διαδίκτυο και διάφορα άλλα, θα μπορούσαν να συρρικνώσουν κατά πολύ το πρόβλημα, θέτοντας τις βάσεις για την τελική λύση του (αυτόνομη, ηθική κοινωνία – συμμετοχική Δημοκρατία).

Ολοκληρώνοντας, όπως διαπιστώσαμε και από τον πίνακα των CDS, δεν είμαστε η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα. Εκτός από την Ιρλανδία (12% έλλειμμα), την Ισπανία (20% ανεργία), τη Μ. Βρετανία (άνω του 400% του ΑΕΠ εξωτερικό χρέος, έλλειμμα περί τα 230 δις $ - πάνω από το μισό του Ελληνικού δημόσιου χρέους !, μηδενική κρατική περιουσία), την Ιταλία (άνω του 120% δημόσιο χρέος), ακόμη και η Γερμανία φαίνεται εκτεθειμένη (4 δις € έλλειμμα των ταμείων ιατρικής περίθαλψης το 2010 κλπ).

Όσον αφορά δε τον υπόλοιπο πλανήτη, η Ιαπωνία κλιμάκωσε πρόσφατα τα μέτρα στήριξης της οικονομίας της, η οποία φαίνεται να βυθίζεται ακόμη περισσότερο στην ύφεση (δημόσιο χρέος πάνω από 170% του ΑΕΠ, το οποίο όμως χρηματοδοτείται κυρίως με εσωτερικό δανεισμό), ενώ οι Η.Π.Α. τυπώνουν αφειδώς δολάρια, αγοράζουν μόνες τους τα ομόλογα τους (η Fed από το δημόσιο) και ψάχνουν διέξοδο μέσα από την «εξαγωγή» των εσωτερικών προβλημάτων τους (οικονομικές και στρατιωτικές «επιθέσεις»), καθώς επίσης μέσα από την «πράσινη οικονομία» - όχι ως όφειλαν, για το περιβάλλον δηλαδή, αλλά για να καλύψουν τις τεράστιες πλέον ενεργειακές ελλείψεις τους και για να δημιουργήσουν νέες, «ανταγωνίσιμες» θέσεις εργασίας.


Βασίλης Βιλιάρδος