Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Οικονομική υποδούλωση της χώρας

981-2020: Παραδίδοντας την Ελλάδα στους δανειστές της
Παρασκευή, 22 Οκτώβριος 2010 23:09
Εκτύπωση PDF

greece-debt222Την περασμένη εβδομάδα η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας κατέθεσε πρόταση για την αλλαγή της εθνικής νομοθεσίας ώστε να επιτραπεί στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα. Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εργαλεία χρέους που υποχρεώνουν το δανειολήπτη να εξασφαλίζει το δανειστή με ενέχυρο σε ένα τμήμα των περιουσιακών του στοιχείων το οποίο επιλέγεται σε συνεργασία με το δανειστή και περιλαμβάνει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (ονομάζεται: ‘pool’ - ‘πισίνα’).
Το τμήμα αυτό επιβάλλεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος του δανείου ώστε να παρέχει τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση στο δανειστή και ξεχωρίζεται από τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη έτσι ώστε σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου ο δανειστής να έχει πρόσβαση σε αυτό πριν από οποιονδήποτε άλλο δικαιούχο ενώ επιπλέον έχει πρόσβαση και στα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Τέλος, ο δανειστής έχει το δικαίωμα συνεχούς εποπτείας και διενέργειας ελέγχων επί του ενεχυριασμένου τμήματος της περιουσίας του δανειολήπτη και μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει περιουσιακά στοιχεία σε αυτό ανά πάσα στιγμή αν κριθεί ότι δεν εξασφαλίζεται δεόντως από την αρχική επιλογή ενεχυριασμένων περιουσιακών στοιχείων.

Μέχρι σήμερα οι τράπεζες της Αυστραλίας απαγορεύεται να εκδώσουν καλυμμένα ομόλογα, καθώς η έκδοση τους συγκρούεται με το ισχύον τραπεζικό δίκαιο της χώρας το οποίο ορίζει ότι τα συμφέροντα των καταθετών μίας τράπεζας πρέπει να προηγούνται αυτών των δανειστών της. Στην περίπτωση έκδοσης καλυμμένων ομολόγων τα συμφέροντα των δανειστών προηγούνται αυτών όλων των υπολοίπων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθετών των τραπεζών και έτσι σε περίπτωση οποιασδήποτε αδυναμίας πληρωμής οι δανειστές μπορούν να κατασχέσουν ακόμη και τις καταθέσεις στην τράπεζα.

Η συζήτηση για την θέσπιση ή όχι μίας νομοθεσίας που θα επιτρέπει στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, με πολιτικούς και τραπεζίτες να εκφράζουν δημόσια τα επιχειρήματα τους και η χρονική στιγμή που επιλέγεται να συμβεί αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την παγκόσμια διόγκωση του κρατικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και με την προοπτική μίας αργής εξόδου της διεθνούς οικονομίας από τη μεγαλύτερη κρίση της των τελευταίων 80 ετών παρά με το πρόβλημα χρέους της ίδιας της Αυστραλίας, καθώς το χρέος της χώρας είναι από τα μικρότερα στον κόσμο. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το έξυπνο χρήμα δε βιάστηκε ούτε πίεσε την Αυστραλία να ψηφίσει νωρίς νόμους με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών, αφού η χώρα θεωρείται εξαιρετικά μικρού ρίσκου με μηδενικές πιθανότητες πτώχευσης.

Δε συνέβη το ίδιο και στην Ελλάδα, όμως, όπου η προετοιμασία για την προστασία των δανειστών από το ενδεχόμενο πτώχευσης ξεκίνησε στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας και κατέληξε στην ψήφιση της νομοθεσίας που επέτρεψε την έκδοση καλυμμένων ομολόγων το 2003, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο, άνευ πολιτικών αντιδράσεων και κάτω από τη ‘μύτη’ των Ελλήνων πολιτών.

Το ίδιο είχε συμβεί και το 1920, όταν η Ελλάδα ψήφισε σχετική νομοθεσία που ρύθμιζε τη διαδικασία έκδοσης ομολογιών, η οποία περιλάμβανε όρους που θα προστάτευαν τους δανειστές από μία ενδεχόμενη αδυναμία αποπληρωμής τους, κάτι το οποίο και τελικά συνέβη μέσα στα επόμενα χρόνια. Από το 1922 και μετά η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με δραματικά δημοσιονομικά προβλήματα και οι δανειστές της πίεσαν και πέτυχαν τη ‘διχοτόμηση’ της δραχμής, με τη μισή αξία της να παραμένει στον κάτοχο της και την υπόλοιπη μισή να αποδίδεται στο κράτος με αντάλλαγμα δάνεια 20αετίας με 6,5% επιτόκιο, τα οποία, φυσικά, ποτέ δεν πληρώθηκαν. Ακολούθησε η Μεγάλη Ύφεση μετά το κραχ του 1929 στις ΗΠΑ και τέλος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, ξεκινούσε ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς κύκλους οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος έμελλε να κρατήσει μέχρι το 2000 και κατά τη διάρκεια του ο κόσμος άλλαξε θεαματικά. Αντί, ωστόσο, η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες της δεκαετίας του ΄80, της πρώτης εκ των δύο δεκαετιών παγκόσμιας ανάπτυξης, ώστε να αναπτυχθεί χωρίς να αυξήσει το χρέος της και χωρίς να επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της μεγέθη, επέλεξε να ακολουθήσει μία πολιτική παροχών βασισμένων στην υπερβολική επέκταση του κρατικού δανεισμού, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτιναχθεί πάνω από το 100% μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, από το 34,5% το 1981, με παράλληλη απογείωση του πληθωρισμού ο οποίος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄κυμαίνονταν στο 19% (φτάνοντας μέχρι και στο 25% το 1985), ποσοστό τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η Ελλάδα είχε μία και μοναδική ευκαιρία να μειώσει το χρέος που είχε συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄ και αυτή της δόθηκε στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η οποία χαρακτηρίστηκε, επίσης, από θεαματική διεθνή ανάπτυξη και εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον. Έχοντας φτάσει, όμως, το 1991 να ξοδεύει το 12% του ΑΕΠ της για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων της και με τους πολιτικούς ιθύνοντες να έχουν εθιστεί στην εύκολη λύση του δανεισμού, ένα τέτοιο εγχείρημα αναμενόταν εξαιρετικά δύσκολο κάτι το οποίο οι δανειστές της Ελλάδας το γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα.

Έτσι, όταν έφτασε η ώρα της υπογραφής της συνθήκης του Μάαστριχ οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης έπρεπε να αποφασίσουν αν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να την υπογράψει, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τα κριτήρια που αυτή έθετε ή αν θα την πίεζε να βελτιώσει τα οικονομικά της προκειμένου να μη βρεθεί οικονομικά απομονωμένη. Επελέγη το δεύτερο γιατί αυτό εξυπηρετούσε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη του Μάαστριχ αν και η οικονομία ταλανίζονταν από πληθωρισμό της τάξης του 19,8% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 4,07% και αν και το δημοσιονομικό έλλειμμα της ήταν της τάξης του 11,5% όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 3,64%.

Η αποτυχία πραγματικής σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες διαιώνισε την πολιτική εξάρτησης από δανεικά κεφάλαια και οδήγησε στην υιοθέτηση μεθόδων δημιουργικής λογιστικής προκειμένου να αποκρυφτεί η πραγματικό οικονομική εικόνα της χώρας και να μεταφερθεί η λύση των προβλημάτων της αργότερα. Σύμφωνα με μία σειρά παλαιών και νεότερων εκθέσεων του ΔΝΤ και της ΕΕ από το 1996 και μετά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία τελούν υπό αμφισβήτηση ενώ σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις περί των ‘ελληνικών στατιστικών’ αυτά θεωρούνται παραποιημένα τουλάχιστον από τα τέλη του 90΄και μετά.

Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 90΄και έχοντας χάσει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον 20αετή κύκλο διεθνούς ανάπτυξης η Ελλάδα είχε μόνον έναν τρόπο, πλέον, να εξασφαλίσει την παραμονή της στο κλαμπ των αναπτυγμένων κρατών, συνεχίζοντας την πολιτική υπερβολικού δανεισμού και δημιουργικής λογιστικής με τη συναίνεση και τη συνενοχή ΗΠΑ και Ευρώπης. Έτσι, εντάχθηκε στην ΕΕ παρά το γεγονός ότι το χρέος της ήταν μεγαλύτερο του 100% του ΑΕΠ και το πραγματικό της δημοσιονομικό έλλειμμα άγνωστο.

Όλα αυτά λάμβαναν χώρα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δανειστών της Ελλάδας, οι οποίοι συνέχιζαν να καλύπτουν τις δανειακές της ανάγκες ξεκινώντας, ωστόσο, τις διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα τους σε περίπτωση μίας μελλοντικής αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων της.

Έτσι, από τις αρχές του 2000 οι δανειστές πίεσαν για την θέσπιση νέων νομοθεσιών που θα επέτρεπαν στις ελληνικές τράπεζες την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και το 2003 πέτυχαν την ψήφιση του σχετικού νόμου ανοίγοντας την πόρτα για την αρχή της περιόδου επιβάρυνσης του ελληνικού χρέους με βαριά ενέχυρα.

Ακολούθησε η περίοδος ανάπτυξης από το 2003 μέχρι το 2007 η οποία, όμως, στηρίχτηκε στην επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού και στη δημιουργία μίας φούσκας στην αγορά ακινήτων και το 2007 ήταν πια ξεκάθαρο για τους δανειστές ότι η αρχή του τέλους για την Ελλάδα είχε φτάσει. Τότε μεθόδευσαν τη θέσπιση νέων, συμπληρωματικών νόμων για την αγορά καλυμμένων ομολόγων δυστυχώς, όπως και το 2003, δεν υπήρξε καμία ιδιαίτερη πολιτική αντίδραση ή ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών σχετικά με τη σοβαρότητα του θέματος. Οι νέοι νόμοι ψηφίστηκαν και έχει ενδιαφέρον μία γρήγορη ματιά σε αυτούς από το φύλλο της 1ης Αυγούστου του 2007 της εφημερίδας της Κυβέρνησης, όπου διαβάζουμε τα εξής:

*
Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003.
*
Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα …, σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
*
Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων … οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών.
*
Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών
*
Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του. Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
*
Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε κράτος − μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα

Παρά τους παραπάνω νόμους χρειάστηκε μία ακόμη τροποποίηση στην ελληνική νομοθεσία το 2008, προκειμένου η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας να ξεπεράσει και το τελευταίο εμπόδιο για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και μετά και από αυτήν την τροποποίηση ο δρόμος άνοιξε διάπλατα και τον περπάτησαν τόσο η Εθνική, όσο και η Alpha, η Marfin και η Eurobank, με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων να γίνεται, πλέον, η νέα εθνική μόδα. Έτσι, για παράδειγμα, μέσα στο καλοκαίρι του 2010 η Εθνική ανακοίνωσε πρόγραμμα έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αξίας 15 δις ευρώ, συμπληρωματικού προηγούμενου πρόσφατου προγράμματος της ύψους 3 δις ευρώ.

Σταδιακά και σταθερά, μερικές από τις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες προβαίνουν σε όλο και μεγαλύτερες εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων, τα οποία λαμβάνουν πολύ χαμηλές βαθμολογίες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και η νέα αυτή τάση δημιουργεί μία δεξαμενή χρέους το οποίο έχει ως ενέχυρο, κυρίως, στεγαστικά δάνεια. Μελετώντας ενδεικτικά μία έκδοση καλυμμένων ομολόγων ελληνικής τράπεζας αξίας 5 δις ευρώ, βρίσκουμε στην ‘πισίνα’ του στεγαστικά δάνεια στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, τη Θράκη και την Ήπειρο. Με το περιεχόμενο της ‘πισίνας’ να αποτελεί το κάλυμμα του ομολόγου, δηλαδή αυτό πάνω στο οποίο ο δανειστής έχει ‘ενέχυρο’ σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής του δανειολήπτη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου η κυριότητα των στεγαστικών αυτών δανείων περάσει στα χέρια των δανειστών της τράπεζας. Αν η απάντηση είναι θετική, όπως ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία, τότε μέσω των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έχει δημιουργηθεί ένα μηχανισμός υποθήκευσης ελληνικής περιουσίας (και μάλιστα χωρίς όριο ως προς το ποσό της ‘κάλυψης’ των δανειστών που μπορεί να επιτευχθεί μέσω αυτού), κάτι που δε φαίνεται ιδιαίτερα σοφό αν λάβουμε υπόψη την χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, για την οποία μέχρι και σήμερα οι τιμές των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων τη δείχνουν ως δεύτερη πιθανότερη προς πτώχευση στον κόσμο.

Επιπλέον ο μηχανισμός αυτός ρυθμίζεται από μία νομοθεσία που εξασφαλίζει τους δανειστές των τραπεζών έναντι των Ελλήνων καταθετών τους στην περίπτωση οποιασδήποτε περίπτωσης αδυναμίας ή καθυστέρησης αποπληρωμής τους και έτσι το δεύτερο ερώτημα είναι πώς προστατεύονται οι καταθέτες των τραπεζών, δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, σε περίπτωση που λάβει χώρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η νομοθεσία περί έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποτέλεσε το πρώτο βήμα στη διαδικασία οριστικής εξασφάλισης των δανειστών από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από την ελληνική πλευρά (εν προκειμένω τις ελληνικές τράπεζες), δημιουργώντας ένα μηχανισμό υποθήκευσης ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας και εξασφαλίζοντας νομικά το δικαίωμα των δανειστών να έχουν πλήρη εποπτεία της εικόνας των δανειοληπτριών τραπεζών και έλεγχο στην ‘πισίνα’ των περιουσιακών στοιχείων που τους κάλυπταν.

Το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα για τους δανειστές της Ελλάδας ήταν η εξασφάλιση τους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από το ελληνικό κράτος, μέσω της ψήφισης μίας αντίστοιχης με αυτής των καλυμμένων ομολόγων νομοθεσίας.

Πρώτο εμπόδιο στο στόχο των δανειστών ήταν η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε νομικού ερείσματος για την ψήφιση μίας νομοθεσίας από την ελληνική πλευρά που να τους κάλυπτε σε περίπτωση ελληνικής πτώχευσης, παρέχοντας τους εμπράγματες ασφάλειες έναντι της ελληνικής δημόσιας περιουσίας για τα δάνεια τους αλλά και τον πλήρη έλεγχο της ελληνικής οικονομίας ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα δάνεια, τελικά, να αποπληρωθούν. Είναι ευκόλως αντιληπτό πως αν ετίθετο τέτοιο θέμα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα προκαλούσε άνευ προηγουμένου αντιδράσεις τόσο πολιτικές όσο και λαϊκές.

Το δεύτερο εμπόδιο στο στόχο δανειστών προέκυπτε από τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας:

α) Ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένο (80-90%) σε ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γαλλικές, γερμανικές, ελβετικές και βρετανικές και έτσι απειλούσε με κρίση το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και συνάμα τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία των παραπάνω κρατών σε περίπτωση ελληνικής αδυναμίας αποπληρωμής του.

β) Το 90% του ελληνικού χρέους διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο με τρόπο τέτοιο που έδινε στην Ελλάδα το δικαίωμα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να προβεί σε αλλαγή της νομοθεσίας και να υποχρεώσει τους δανειστές να συμμετέχουν σε μία εθελοντική αναδιάρθρωση του, κάτι πολύ θετικό για την Ελλάδα αλλά όχι για τους δανειστές.

γ) Το 100% του ελληνικού χρέους ήταν απαλλαγμένο από εμπράγματες ασφάλειες και έτσι οι δανειστές ήταν κατά 100% ‘μη εξασφαλισμένοι’ σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του ή πτώχευσης του ελληνικού κράτους.

Η λύση στα παραπάνω προβλήματα ήρθε με την ‘ελληνική κρίση’ η οποία, πέρα από όλα τα δώρα που έφερε σε Ευρώπη και ΗΠΑ (για τα οποία είχαν γίνει πολλές προβλέψεις σε παλαιότερα άρθρα οι οποίες, πια, αποτελούν επιβεβαιωμένα γεγονότα), οδήγησε την Ελλάδα στην υπογραφή της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης με χώρες της ΕΕ και στο Διακανονισμό Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ., δημιουργώντας την πολυπόθητη νομοθεσία που εξασφάλισε τα εξής:

α) Την απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από το ‘τοξικό’ ελληνικό χρέος και τη μεταφορά του σε χώρες της ΕΕ, στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απ’ όπου θα γίνει η διαχείριση του.

β) Την αλλαγή του δικαίου που διέπει το χρέος από το ελληνικό στο αγγλικό, καταργώντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.

γ) Την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους με εμπράγματες ασφάλειες επί του ελληνικού δημοσίου ακυρώνοντας το δεύτερο εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.

δ) Την εποπτεία και τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και την υποχρέωση της Ελλάδας να υπακούει στις υποδείξεις των δανειστών της, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η αποπληρωμή των δανείων της προς αυτούς.

Συμπερασματικά, η νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων και οι όροι που έγιναν αποδεκτοί από την Ελλάδα και περιέχονται στο λεγόμενο ‘μνημόνιο’, ολοκλήρωσαν τη νομική πλευρά της εξασφάλισης των δανειστών των ελληνικών τραπεζών και των δανειστών του ελληνικού κράτους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από τις πρώτες ή το δεύτερο και άνοιξαν το δρόμο για μία ελεγχόμενη πτώχευση την οποία βιώνουμε, ήδη, από τις αρχές του 2010 και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε για τα επόμενα χρόνια, με τις προβλέψεις μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού όπως το CERP (Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών της Ουάσιγκτον) να τοποθετούν την παράταση αυτής της κατάστασης, με τη μία ή την άλλη μορφή, τουλάχιστον μέχρι το 2020.

Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η χώρα θα συνεχίσει να προχωρά στο τούνελ μίας οικονομικής άνευ όρων παράδοσης στους δανειστές της, υποθηκεύοντας την ιδιωτική και δημόσια περιουσία της και κάνοντας τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντα τους και ελπίζοντας ότι μετά την οικονομική και την κοινωνική καταστροφή θα έρθει η ώρα της λήψης του αντίδωρου για τα όσα δεινά θα έχει υποφέρει, μόνο για να καταλάβει, τελικά, ότι το τίμημα που πλήρωσε ήταν εξαιρετικά υψηλό.

Πάνος Παναγιώτου

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Ένα δείπνο στο χείλος της καταστροφής

Ευρώ: Ένα δείπνο στο χείλος της καταστροφής
Τρίτη, 12 Οκτώβριος 2010 01:32
Εκτύπωση PDF

euroringsΈνα ανοιξιάτικο απόγευμα ορισμένοι από τους πιο ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς αξιωματούχους του κόσμου παρακάθισαν σε δείπνο στην Λεωφόρο Πενσυλβάνια 501. Το κτίριο βρίσκεται στην καρδιά του κυβερνητικού κτιριακού συγκροτήματος κι αποτελεί μείγμα μοντέρνου και νεοκλασικού ύφος. Το υπό συζήτηση αντικείμενο ήταν άκρως σοβαρό: πώς θα σωθεί η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Στο μυαλό των Υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών των G7 που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, κυριαρχούσε ο κίνδυνος της μετατροπής της ελληνικής κρίσης δημόσιου χρέους σε ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει εν τέλει στην αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

«Δεν μπορεί να μην τονίσει κανείς το γεγονός ότι η Αμερική, με αυξανόμενη δυσπιστία και ανησυχία, παρακολουθούσε την ευρωπαϊκή αδράνεια», θυμάται ο Άλιστερ Ντάρλινγκ, πρώην Υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, που μετείχε στο δείπνο. «Το μήνυμα των Αμερικανών ήταν: Γιατί δεν αναλαμβάνετε δράση; Αφού το ξέρετε ότι πρέπει κάτι να κάνετε».

Έντεκα μέρες πιο πριν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχαν δεσμευτεί να χρηματοδοτήσουν την Ελλάδα με κεφάλαια διάσωσης ύψους 45 δις ευρώ. Αλλά στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο δείπνο της καναδικής πρεσβείας, με οικοδεσπότη τον Τζιμ Φλάχερτι, Υπουργό Οικονομικών του Καναδά, η κυρίαρχη εκτίμηση ήταν ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύονταν πολύ μικρό.

«Εκφράστηκαν πολύ σοβαρές ανησυχίες για τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας μόλυνσης. Η συζήτηση ήταν εξαιρετικά ειλικρινής», θυμάται ο Όλι Ρεν, επίτροπος νομισματικών υποθέσεων της ΕΕ. «Ήταν ξεκάθαρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα παρείχαν υποστήριξη. Ήταν υποστηρικτικοί και έτοιμοι να βοηθήσουν με την εμπειρία τους στη διαχείριση κρίσεων».

Με το πέρας του δείπνου οι καλεσμένοι, μεταξύ αυτών οι επικεφαλής της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και οι διευθυντές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας είχαν συμφωνήσει στην ανάγκη για επείγουσα και συλλογική δράση.

Έξι μήνες έχουν περάσει από τότε και είναι πιο σαφές παρά ποτέ ότι οι Ευρωπαίοι ανέλαβαν δράση κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Οι πολυάριθμες και εκτεταμένες συνεντεύξεις με εκείνους που βρέθηκαν στη καρδιά των εκτάκτων γεγονότων του περασμένου Απριλίου - Μαϊου και που δημοσίευσε η εφημερίδα Financial Times μας αποκαλύπτουν πόσο κοντά στην κατάρρευση βρέθηκε το ενιαίο νόμισμα – αλλά και τον βαθμό στον οποίο η σωτηρία αυτής της τελικής έκφρασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτήθηκε και κρίθηκε και από εξωτερικούς παράγοντες, από διεθνείς οργανισμούς και την αμερικανική κυβέρνηση.

Και από τη στιγμή που οι αγορές ομολόγων επιδεικνύουν επιμόνως την ανησυχία τους σχετικά με τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία και Πορτογαλία – για να μη μιλήσουμε για την Ελλάδα –, τα

διδάγματα του Απριλίου και του Μαΐου αποδεικνύονται σήμερα πιο επίκαιρα παρά ποτέ. Μας υποδεικνύουν ότι αν και οι ευρωπαϊκές διαδικασίες λήψης αποφάσεων μπορεί να είναι υπερβολικά αργόσυρτες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κάνουν ότι κι αν απαιτηθεί προκειμένου να κρατήσουν το ευρώ ζωντανό.

Γιατί το ευρώ, σε αντίθεση με τα άλλα νομίσματα, είναι κάτι περισσότερο από μέσο πληρωμής και παρακαταθήκη αξίας. Είναι το σύμβολο της φιλοδοξίας των Ευρωπαίων να αποτελέσει η Ευρώπη μια κοινότητα εθνικών κρατών στρατευμένων σε ένα μοναδικό πείραμα για ζωή με ειρήνη και ευημερία. Αλλά, όπως δείχνει η ανάλυση των γεγονότων αυτού του έτους, οι πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι πρέπει να εργαστούν σκληρά για να αποκαταστήσουν τα ελαττώματα του σχεδιασμού και τα στοιχεία οικονομικής αδυναμίας που έβλαψαν το σχέδιο του κοινού νομίσματος από την έναρξή του.



Σάββατο 24 Απριλίου

Κεντρικά γραφεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου

Ουάσινγκτον

Στις 7 το απόγευμα, δύο μέρες μετά το δείπνο της καναδικής πρεσβείας, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο επίτροπος νομισματικών υποθέσεων της ΕΕ Όλι Ρεν και ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου συναντήθηκαν στο μεγάλο και ηλιόλουστο γραφείο του διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν. Εκεί κατέληξαν στη συμφωνία για τη διάσωση της Ελλάδας: το ΔΝΤ θα συνέβαλε με το ήμισυ του χρηματικού ποσού που θα κατέβαλε η Ευρωζώνη. Για πρώτη φορά από την εισαγωγή του ευρώ, το 1999, μια χώρα επρόκειτο να διασωθεί από το χείλος της καταστροφής στο όνομα της ευρωπαϊκής ενότητας και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Την Κυριακή 2 Μαΐου, ο λογαριασμός για τη διάσωση της Ελλάδας είχε αυξηθεί σε 110 δις ευρώ, εκ των οποίων τα 80 δις προέρχονταν από την Ευρωζώνη και τα 30 δις από το ΔΝΤ. Αλλά τις πέντε μέρες που ακολούθησαν, ο πανικός διαχέονταν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και απειλούσε να πνίξει την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Έτσι οι ηγέτες της ΕΕ αναγκάστηκαν να επεξεργαστούν ένα δεύτερο σχέδιο με διαστάσεις έως τότε απρόσβλητες στη φαντασία: ίδρυσαν έναν μηχανισμό υποστήριξης, με χρηματοδότηση 750 δις ευρώ, για το σύνολο των 16 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, υποστηριζόμενο περαιτέρω από μια δίχως προηγούμενο πρωτοβουλία της ΕΚΤ για την αγορά κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης.



Παρασκευή 7 Μαΐου
Κεντρικά γραφεία της ΕΕ

Βρυξέλλες



Η ιστορία του δεύτερου αυτού σχεδίου ξεκινάει από ένα άλλο δείπνο: το δείπνο της συνάντησης κορυφής των προέδρων και πρωθυπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων είχαν συνηθίσει να ακούν τις επικρίσεις των ευρωπαϊκών αρχών για την κακή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών τους. Αλλά η ρητορική εκείνης της νύχτας ήταν πιο αποκαλυπτική παρά ποτέ. Όταν ο κ. Τρισέ ολοκλήρωσε την εκφώνηση του αδήριτου μηνύματός του, κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δεν αμφισβητούσε ότι η μοίρα του ευρώ κρεμόταν από μία κλωστή.

Με τη χρήση ενός χάρτη που περιέγραφε πως οι χρηματοπιστωτικές αγορές οδηγούσαν τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων των ασθενέστερων κρατών της Ευρωζώνης σε μη βιώσιμα υψηλά επίπεδα, ο κ. Τρισέ ανακοίνωσε ότι η κρίση δεν περιοριζόταν πια στην Ελλάδα. Ένας από τους συμμετέχοντες θυμάται: «Ο Τρισέ είπε: Δεν πρόκειται πια για πρόβλημα μιας χώρας. Αφορά πολλές χώρες. Αφορά την Ευρώπη. Είναι παγκόσμιο. Πρόκειται για μια κατάσταση που επιδεινώνεται με ακραία ταχύτητα και ένταση».

Οι επισημάνσεις Τρισέ είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι ηγέτες των μικρότερων χωρών της Ευρωζώνης που δεν είχαν πλήρη γνώση του τρόπου λειτουργίας των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είχαν αντιληφθεί ως εκείνη την ώρα τη σοβαρότητα της κρίσης. Αλλά ακόμη και οι πιο έμπειροι ηγέτες έμοιαζαν κατάπληκτοι. Ένας πρεσβευτής της ΕΕ θυμάται πώς άλλαξε η όψη του Γάλλου προέδρου μετά την ανάλυση των κινδύνων. «Ο Νικολά Σαρκοζί είχε γίνει κάτασπρος από την έκπληξη. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο χλωμό», είπε.

Ο κ. Τρισέ είπε στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι η κρίση οφείλονταν εν μέρει σε δικά τους σφάλματα γιατί μετά την εισαγωγή του ευρώ είχαν κατ’ επανάληψη αγνοήσει τις συστάσεις της ΕΚΤ για δημοσιονομική πειθαρχία. Η ΕΚΤ, πρόσθεσε, είχε πολλές φορές προειδοποιήσει για την ανάγκη αυστηρού ελέγχου του δημόσιου δανεισμού και των δημοσίων δαπανών. Επρόκειτο για το μοναδικό τρόπο διασφάλισης της συνοχής μιας ομάδας χωρών οι οποίες μοιράζονταν ένα νόμισμα χωρίς να έχουν προσχωρήσει σε πολιτική ή δημοσιονομική ένωση στα πρότυπα των ΗΠΑ. Οι κυβερνήσεις, ωστόσο, δεν είχαν ανταποκριθεί στα καθήκοντά τους και τώρα θα κατέβαλαν το κόστος. Ήταν καιρός να αναλάβουν τις ευθύνες τους, κατέληξε ο κ. Τρισέ με επισημότητα.

Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν άκρως τεταμένη. Ο κ. Σαρκοζί ζήτησε από την ΕΚΤ να ακολουθήσει το παράδειγμα της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και της Τράπεζας της Αγγλίας, οι οποίες είχαν λάβει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και προκειμένου να ξεπαγώσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, είχαν προχωρήσει σε προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων. «Ο Σαρκοζί φώναζε: Ελάτε, προχωρήστε, μη διστάζετε άλλο», θυμάται ένας αξιωματούχος. Τη θέση του Γάλλου ηγέτη υποστήριξαν επίσης ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Πορτογάλος Ζοσέ Σόκρατες και άλλοι πρωθυπουργοί από τον ευρωπαϊκό νότο.

Παρά ταύτα, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ έσπευσε σε υποστήριξη της ΕΚΤ, επιμένοντας ότι δεν είναι δυνατόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να υπαγορεύουν πολιτική στην κεντρική τράπεζα, από τη στιγμή που η ανεξαρτησία της διασφαλίζεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Όλοι οι παρόντες απέδωσαν προσοχή. Όχι μόνο γιατί η Γερμανία αποτελεί την πιο ισχυρή ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και γιατί την ίδια εκείνη μέρα το γερμανικό Κοινοβούλιο είχε εγκρίνει τα κονδύλια του μεριδίου της γερμανικής συμμετοχής ύψους 22,4 δις ευρώ για τη διάσωση της Ελλάδας – επρόκειτο δε για την υψηλότερη χρηματοδότηση εντός της Ευρωζώνης. Τη θέση της Μέρκελ υποστήριξαν θερμά και οι πρωθυπουργοί της Ολλανδίας και της Φιλανδίας, Γιαν Πέτερ Μπαλκένεντε και Μάτι Βανχάνεν

Σε ό,τι αφορούσε τον ίδιο τον κ. Τρισέ, γνώριζε πολύ καλά πως η αγορά κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης εκ μέρους της ΕΚΤ αντιπροσώπευε μια πολιτική επιλογή – άκρως αμφισβητούμενη εξαιτίας των πιθανών πληθωριστικών της κινδύνων, αλλά απαραίτητη σε ακραίες καταστάσεις. Την προηγούμενη μέρα ωστόσο είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση του ΔΣ της ΕΚΤ στη Λισαβόνα και μετά τη λήξη του, στη συνέντευξη Τύπου, ο κ. Τρισέ είχε δηλώσει ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του δεν είχαν συζητήσει το σχετικό θέμα – πράγμα που ήταν τεχνικά αληθές επειδή δεν περιλαμβάνονταν στην ατζέντα της συνεδρίασης. Τώρα στη συνάντηση της Παρασκευής, ο προέδρος της ΕΚΤ δεν μπορούσε να κάνει πίσω, γιατί θα ήταν σαν να υπέκυπτε στις πιέσεις του Νικολά Σαρκοζί και των συμμάχων του. Κάθε πλήγμα στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

Επομένως, εκείνο το βράδυ ο κ. Τρισέ πέρασε στην αντεπίθεση απέναντι σε όσους του ασκούσαν κριτική. Τους θύμισε ότι από τον Αύγουστο του 2007 η ΕΚΤ είχε ρίξει ρευστότητα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος διασφαλίζοντας την προστασία του από κάθε ενδεχόμενο κατάρρευσης, αλλά ποτέ δε είχε ζητήσει από τους Ευρωπαίους ηγέτες να αναλάβουν συγκεκριμένα μέτρα ως όρο για να το κάνει. «Ο Τρισέ μίλησε πολύ σκληρά ως προς αυτό το ζήτημα», θυμάται ένας συμμετέχων. «Τους είπε: μη μου ζητάτε να κάνω κάτι. Θα κάνουμε ότι εμείς οι ίδιοι κρίνουμε κατάλληλο».

Η συνάντηση κινδύνευε να μετατραπεί σε μια αντιπαραγωγική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο διαφορετικές φιλοσοφίες περί νομισματικής ένωσης που απέκλιναν και πριν ακόμη τη δημιουργία του ευρώ: το γερμανικό όραμα της δημοσιονομικής σωφροσύνης και της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και το γαλλικό όραμα μιας οικονομικής διακυβέρνησης για την Ευρώπη, με οδηγό τους εκλεγμένους πολιτικούς.

Σε πρακτικούς όρους ωστόσο, ήταν ανάγκη να βρεθεί μια λύση πριν το άνοιγμα των ασιατικών αγορών τη Δευτέρα. Οι 16 ηγέτες ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το σχεδιασμό ενός ‘μηχανισμού σταθεροποίησης’ για την προστασία της Ευρωζώνης και έδωσαν εντολή στους Υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ να προχωρήσουν σε έκτακτη σύνοδο την Κυριακή 1 Μαΐου με σκοπό την έγκριση του σχεδίου.